26/2/11

Νίκος Καββαδίας "Μαραμπού"

Ένα ποίημα από ναυτικό για ναυτικούς ...


Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί,
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπο ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσια και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα
χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε μένανε πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των μαραμπού τα σμήνη
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Διαβάστε τη συνέχεια εδώ.

Αν ζούσε σήμερα η Κατερίνα Γώγου...




Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Κ. Καρυωτάκης

Η Κατερίνα Γώγου, γνωστή σε όλους μας από τον ελληνικό κινηματογράφο σαν ένα χαρούμενο και επιπόλαιο κορίτσι που χορεύει σε ξέφρενους ρυθμούς, ήταν ,επίσης, μία σπουδαία ποιήτρια.

Από την ποιητική συλλογή "Τρία κλικ αριστερά", η οποία μεταφράστηκε στ' αγγλικά ("Three clicks left") από τον Jack Hirschman και κυκλοφόρησε στην Αμερική τo 1983, από τις εκδόσεις "Night Horn Books" του San Francisco μέχρι την μεταθανάτια κυκλοφορία των ποιητικών συλλογών "Με λένε Οδύσσεια" και "Νόστος", εκφράζει τη μελαγχολική εώς και νοσηρή πλευρά της ζωής, η οποία ανατρέπεται με το όραμα επανάστασης, για το οποίο αγωνίζεται μέχρι τέλους.

Η Κατερίνα Γώγου αφιερώνεται στη στρατευμένη τέχνη. Τάσσεται υπέρ του τροσκισμού και στο τέλος της ζωής της ασπάζεται την ιδεολογία του αναρχισμού. Η ποίηση και το όνειρο της επανάστασης αποτελούν τη διέξοδό της από τη βάναυση πραγματικότητα. Επιδιώκει να αναδείξει με ωμότητα και ευκρίνεια μέσα από την ποίησή της τις αλλοτριωμένες μορφές των ανθρώπινων σχέσεων και την εκμετάλλευση των ευπαθών κοινωνικών στρωμάτων από τα ισχυρά κοινωνικά στρώματα. Και φυσικά η κοινωνική δύναμη καθορίζεται από την οικονομική.

Η ποιήτρια δεν αποστρέφεται τη μοναξιά, την προδοσία, την απελπισία και την εξαθλίωση, δεν είναι μια ρομαντική ποιήτρια που ονειρεύεται την επανάσταση.

Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα-μοναξιά-απελπισία. Κι ανάποδα.

Αντιθέτως είναι μια "καταραμένη" ποιήτρια που συνομιλεί με πόρνες, ναρκομανείς, μανιοκαταθλιπτικές μητέρες, μετανάστες, άνεργους, άστεγους και ζει μαζί τους.

Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου...


Η ποίηση της δεν είναι ακαδημαϊκή, δηλαδή μια πνευματική διεργασία, αλλά ένα μέσο αντίστασης και αγώνα. Ο αναγνώστης αισθάνεται την αγωνία, την τελευταία κραυγή, την οδύνη, κάθε κραδασμό του "είναι" της, καθώς ζει σε μια αδηφάγα κοινωνία που όλα τα ανάγει σε κέρδος και ζημία:


Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.

Αν ζούσε σήμερα η Κατερίνα Γώγου θα ήταν η φωνή της αμφισβήτησης που όλοι θα ήθελαν να φιμώσουν. Αλλά δε θα μπορούσαν να το καταφέρουν, γιατί η αλήθεια δε φιμώνεται.

Θα εξέφραζε την αλληλεγγύη της για τους 300 απεργούς πείνας μετανάστες για το δικαίωμά τους για μια αξιοπρεπή ζωή χωρίς φόβο και ανασφάλεια.

Θα ήταν σε όλες τις διαδηλώσεις στην πρώτη -κόκκινη ή μαύρη, δεν έχει σημασία- γραμμή έξω από τη Βουλή ή στην Κερατέα -τι σημασία έχει;- με τη ριζοσπαστική φωνή της να συμβουλεύει:


Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι' αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.

Αν ζούσε σήμερα η Κατερίνα Γώγου, θα ήταν κάπου στα Εξάρχεια, όταν ο αστυνομικός πυροβολούσε τον Αλέξη, όπως το κράτος σημαδεύει με όπλο του,την ταξική πολιτική που ακολουθεί για την παιδεία, αποκλείοντας χιλιάδες παιδιά από την αληθινή γνώση και την κριτική ικανότητα, και θα ήξερε καλά πως:

Ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο στόχος.

Αν ζούσε σήμερα η Κατερίναι Γώγου, θα είχε το ίδιο τέλος, γιατί:

Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών «καλών» καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοϊδίσιο βλέμμα, κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ’ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης – εδώ κοντά είναι η Κοτζιά
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει.

Κι όμως αν ζούσε σήμερα...θα μπορούσε ακόμα να ονειρεύεται με τη φίλη της,τη Μαρία, ότι:

Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ' η ελπίδα.
Άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γυρμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες.
Να φυλάξεις μονάχα
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές
Απροσάρμοστοι-Καταπίεση-Μοναξιά-Τιμή-Κέρδος-Εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί.
Και θαρθούνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά-
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο:
"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος".
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ' όλα αυτά Μαρία.

Αλλά η Κατερίνα Γώγου δε ζει πια, αφού αυτοκτόνησε με χάπια και αλκοόλ το 1993.



ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

  • Ιδιώνυμο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση,1980
  • Το ξύλινο παλτό, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση,1982
  • Απόντες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση,1986
  • Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση,1988
  • Με λένε Οδύσσεια, Εκδόσεις Καστανιώτη, έκδοση,2002
  • Νόστος, Εκδόσεις Καστανιώτη, Επανέκδοση,2004
Σύνδεσμοι:
http://www.sarantakos.com/kibwtos/gogou.htm

20/2/11

'Ένα πεινασμένο στόμα' της Λένας Διβάνη

Περίληψη από την επίσημη σελίδα των εκδόσεων Καστανιώτη, όπου θα μπορέσετε να διαβάσετε και τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος:

O Γιάννης Γεωργιάδης είναι ένας φιλόδοξος φοιτητής της Νομικής. Έχει τα νιάτα του, την ομορφιά του, μια επικίνδυνη εξυπνάδα, αλλά και τίποτ’ άλλο. Ορφανός από μικρός, σπούδασε δουλεύοντας ως εκπαιδευτής σκύλων. 
Ο Χρίστος Κρεμόπουλος, αντίθετα, ένας από τους γνωστότερους καθηγητές του, έχει κύρος, τραπεζικούς λογαριασμούς και βέβαια υψηλές διασυνδέσεις. Συναντιούνται ένα βράδυ τυχαία στον Λυκαβηττό, βγάζοντας βόλτα τα σκυλιά τους, και η... μάχη αρχίζει. 
Τι θέλει το πεινασμένο στόμα του νεαρού φοιτητή με τόσο πάθος από τον καθηγητή του; Τα λεφτά του; Τη γυναίκα του; Το γιο του; Τη δουλειά του; Τη ζωή του; Ό,τι κι αν θέλει, το σίγουρο είναι πως έχει αποφασίσει να το πάρει. 
Θα εισβάλει σαν άγγελος εξολοθρευτής στον κόσμο του ανυποψίαστου καθηγητή και θα τον αλώσει ως γητευτής με τη μέθοδο που εκπαίδευε τα σκυλιά. Το όπλο του, άλλωστε, είναι μια κυνική γνώση γραμμένη στο πετσί του: Δημοκρατία δεν υπάρχει, ούτε στην κοινωνία των σκύλων ούτε στην κοινωνία των ανθρώπων. Μόνο αφεντικά και δούλοι.
Μια ιστορία ζήλιας, πόθου και πάθους, για έναν άνθρωπο που έφτασε μέχρι τα άκρα – και τα ξεπέρασε.

Το διάβασα πρόσφατα, αφού ήταν δώρο της αγαπημένης φίλης, μαθήτριας και συγγραφέως αυτού του ιστολογίου, Αλίκης, και πραγματικά μπορώ να πω ότι ήταν μια απόλαυση στο τέλος κάθε κουραστικής μέρας. Ο τρόπος που αλληλεπιδρούν αυτοί οι αντιθετικοί χαρακτήρες μεταξύ τους και η ένταση που διακατέχει τον αναγνώστη ως αποτέλεσμα αυτής της τριβής είναι μέσα που μαγικά σε φέρουν κατά πρόσωπο με τους χαρακτήρες:

Ο Χρίστος, ένας μεγαλοδικηγόρος που έχει ξεχάσει ότι έχει σώμα και ανθρώπινες, συναισθηματικές και μη, ανάγκες. Η καθημερινότητα, οι υποχρεώσεις και οι ανεξέλεγχτες σκέψεις τον απορροφούν συνεχώς, ακόμα και από την οικογένειά του.

Ο Γιάννης, αντίθετα, χειρίζεται άριστα το σώμα και το μυαλό του, όπως και την επιρροή που ασκεί στους άλλους. Ο Χρίστος μοιάζει να είναι το τέλειο θύμα για εκείνον.

Ποιος τύπος ανθρώπου θα κυριαρχήσει στο τέλος της ιστορίας και ποιος θα υποστεί τις συνέπειες της 'ύβρης'; Αυτή η ερώτηση σε κάνει να συνεχίζεις να γυρίζεις τις σελίδες, με φορά αντίθετη με τους δείκτες του ρολογιού.

15/2/11

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος...

"Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη κυριαρχείται από την σπαρακτική υπαρξιακή του αγωνία, η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως έκφραση τρυφερότητας και συμπόνιας στα πλαίσια του αισιόδοξου σοσιαλιστικού ρεαλισμού και στη δεύτερη φάση του έργου του ως εσωτερική αναδίπλωση και αναζήτηση του νοήματος της ζωής στο παρελθόν μετά από τη διάψευση των προσδοκιών και την προδοσία του καλλιτέχνη ως αγωνιστή για έναν καλύτερο κόσμο."

Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τάσου Λειβαδίτη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Τάσος Λειβαδίτης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.390-391.


Πηγή: http://www.biblionet.gr/main.asp?page=showauthor&personsid=11933

Σας παραθέτω ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας.
Γιατί η τέχνη θα ήταν καλό να κρίνεται με βάση την καθολικότητα και τη διαχρονικότητα
του ενδιαφέροντος και των συναισθημάτων που προκαλεί στο κοινό της.

"Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος"


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ΄τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν' αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ' απαρνηθείς την λάμπα σου και το ψωμί σου
θ' απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις και ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν' ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ, να κοιτάς εν' άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ΄ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να λεει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ' αποχαιρετήσεις όλ' αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ' άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη, τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ' το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ' τ' άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν' ασπρίζουν τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
αφού όλο και νέοι αγώνες θ' αρχίζουμε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ' αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα νάγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ' ολάκερο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ' την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν' ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη




Ο Σπύρος Αραβανής, φιλόλογος, δημοσιογράφος και διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών, αφιερώνει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο που δημοσιεύεται στο μουσικό περιοδικό Δίφωνο (τευχ.146): Τάσος Λειβαδίτης, Όραμα ζωής και τέχνης, παντοτινό στο σπουδαίο αυτόν Έλληνα ποιητή και άνθρωπο. Το συγκεκριμένο άρθρο εισάγει τον αναγνώστη με έντεχνο τρόπο στην στιχουργικό ταλέντο του Τ. Λειβαδίτη και στην αξιομνημόνευτη συνεργασία του με το Μ. Θεοδωράκη, γι'αυτό  αναδημοσιεύεται αυτούσιο στο ιστολόγιο Γυρίζω σελίδα.


tasos-livaditis1.jpg


Στη Στέλλα


«Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη/μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί,/σαν ένα τραγούδι που, καθώς βρέχει,/παίρνει το μέρος των φτωχών» οραματιζόταν ο ποιητής και στιχουργός Τάσος Λειβαδίτης, εκπρόσωπος της γενιάς των ποιητών «της ήττας», υπερασπίζοντας το όραμα αυτό με τη ζωή και την τέχνη του, συγκοινωνούντα δοχεία μέχρι το τέλος του βίου του, στις 30 Οκτωβρίου του 1988, σε ηλικία 66 ετών.


Η πρώτη του ουσιαστική επαφή με το χώρο της μουσικής πραγματοποιείται το 1946 μέσα στα γραφεία της Λέσχης της ΕΠΟΝ στην Αθήνα, όπου γνωρίζει τον Μίκη Θεοδωράκη, όπως και άλλους διανοούμενους της τέχνης και του πολιτισμού, μια συνάντηση η οποία τα επόμενα χρόνια θα αποφέρει, στο χώρο της ελληνικής μουσικής, ορισμένα από τα σημαντικότερα τραγούδια του 20ου αιώνα.


Το έναυσμα όμως ώστε ο Λειβαδίτης να δώσει τα πρώτα του ποιήματα στον Θεοδωράκη προς μελοποίηση ήταν η πλατιά απήχηση που είχε στα λαϊκά στρώματα η μελοποίηση που έκανε ο δεύτερος στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, το 1961, καθώς και οι ανάγκες της ταινίας “Συνοικία το Όνειρο” της οποίας υπογράφει το σενάριο μαζί με τον Κώστα Κοτζιά, σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη. Έτσι, τα πρώτα τραγούδια με δικούς του στίχους κυκλοφορούν τον Οκτώβρη του 1961, στο δίσκο «Πολιτεία» και είναι τα περίφημα «Μάνα μου και Παναγιά», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» (που ακούγονται και στην ταινία), «Δραπετσώνα» «Έχω μια αγάπη» και «Σαββατόβραδο» με ερμηνευτές τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρινέλλα, τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρη Λίντα. Οι στίχοι του μελαγχολικοί και εσωτερικοί αποτυπώνουν συμφορές προσωπικές:


«Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα
κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα
κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά»
(Μάνα μου και Παναγιά)




αλλά και συλλογικές, εκφράζοντας το αίσθημα της λαϊκής γειτονιάς, την ορφάνια και τη φτώχεια της εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «Δραπετσώνα», εμπνευσμένο από την επικαιρότητα της εποχής, όταν οι μπουλντόζες του δήμου προσπάθησαν να γκρεμίσουν τα παραπήγματα των φτωχών κατοίκων για να χτιστούν στη θέση τους πολυκατοικίες, ξεσηκώνοντας θύελλα διαμαρτυριών και επεισοδίων:


«Με αίμα χτισμένο κάθε πέτρα και καημός
Κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδι απ΄ τη δουλειά
Εγώ κι εκείνη όνειρα φιλιά
Το δέρνε αγέρας κι η βροχή
Μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκαπαντοχή
Αχ το σπιτάκι μας κι αυτό είχε ψυχή»
(Δραπετσώνα)



Ωστόσο, παρόλες τις δύσκολες καταστάσεις που περιγράφουν οι στίχοι του, καταστάσεις όπως είπαμε ρεαλιστικές και πολύ σκληρές, διακρίνονται σε αυτούς το πείσμα, η περηφάνια και η θέληση για μια καλύτερη ζωή. Έτσι, στο ίδιο τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», στο δεύτερο κουπλέ γράφει:


«Οι συμφορές αμέτρητες
Δεν έχει ο κόσμος άλλες
Φεύγουν οι μέρες μου βαριά
Σαν της βροχής τις στάλες»



στο ρεφρέν όμως κλείνει με τους περίφημους στίχους (αναφερόμενος στο ψεύτη και άδικο ντουνιά):


«Είσαι μικρός και δεν χωράς
Τον αναστεναγμό μου»

Ανάλογο τέλος δίνει και στη «Δραπετσώνα»:
.«Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί».

Την ίδια περίοδο με την κυκλοφορία του δίσκου, ο Λειβαδίτης ακολούθησε τον Θεοδωράκη στην πρώτη του μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα και ανάμεσα στα μουσικά μέρη της παράστασης απαγγέλει στίχους του και μιλάει υπέρ της ειρήνης. Οι παρεμβάσεις του αυτές θα προκαλέσουν τις αντιδράσεις των επίσημων αρχών και των εθνικοφρόνων της κάθε περιοχής με αποτέλεσμα να ξεσπούν επεισόδια και διαμαρτυρίες καθότι ήταν περίοδος εκλογών και το πολιτικό κλίμα οξυμένο.


Το 1977, κυκλοφορούν “Τα Λυρικά”, ο πρώτος από τους δύο δίσκους του Θεοδωράκη, αποκλειστικά με στίχους του Λειβαδίτη. Ο συνθέτης έγραψε τη μουσική στην Αθήνα και το Βραχάτι το 1976, και ο Λειβαδίτης προσέθεσε στη συνέχεια τους στίχους. Παρουσιάστηκαν και ηχογραφήθηκαν, το 1977, ζωντανά, στο θέατρο του Λυκαβηττού, στα πλαίσια του Β΄ Μουσικού Αύγουστου, με ερμηνευτή τον ίδιο τον Θεοδωράκη και με τη φωνητική συμμετοχή της Μαργαρίτας Ζορμπαλά, του Πέτρου Πανδή και της Σοφίας Μιχαηλίδου. Ο δίσκος ανοίγει με την εξαιρετική μπαλάντα «Την πόρτα ανοίγω το βράδι», τραγούδι που συμπυκνώνει το ποιητικό σύμπαν και την προσωπική κοσμοθεωρία του ποιητή αφού βρίσκονται μέσα σε αυτό τόσο το ανθρωπιστικό ιδεώδες και η συντροφική του αγάπη που χαρακτηρίζουν τα νεανικά του χρόνια


«Την πόρτα ανοίγω το βράδυ
τη λάμπα κρατώ ψηλά
να δουν της γης οι θλιμμένοι
να ρθούνε να βρουν συντροφιά»





όσο και το μεταφυσικό, αλλά και θρησκευτικό συναίσθημα που χαρακτηρίζει την όψιμη ποίηση και στιχουργική του:


«Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα ρθει συντροφιά κι ο Χριστός»



Τραγούδια όπως τα «Δρόμοι που χάθηκα» και «Μοιρολόι της βροχής» ξεδιπλώνουν περίτρανα το λυρικό στοιχείο των στίχων του σε συνδυασμό πάντα με το αίσθημα της απώλειας, της μοναξιάς και του θανάτου, που τον ακολουθεί :
Παλικάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.
(Μοιρολόι της βροχής)



Διαχρονικά τραγούδια του δίσκου τα καταιγιστικού ρυθμού «Μια μέρα θα στο πω» και «Ήταν κάποτε δυο φίλοι», τραγούδια ταυτισμένα με την ερμηνεία του Θεοδωράκη. Έξι από τα τραγούδια του δίσκου, μεταφρασμένα στα ιταλικά, θα τραγουδήσει και η Milva, στο δίσκο της, «10 τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη», με πωλήσεις 1.000.000 αντιτύπων στη Γερμανία και τη Γαλλία.


Η συνεργασία Θεοδωράκη-Λειβαδίτη συνεχίζεται σταθερά και τα επόμενα χρόνια, καθώς τραγούδια με στίχους του ποιητή βρίσκονται διάσπαρτα και σε άλλους δίσκους του συνθέτη όπως στον δίσκο «Της εξορίας», (1976), με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, στο δίσκο «Οκτώβρης’ 78» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση καθώς και στον δίσκο «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού». Ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα, δίσκος του Θεοδωράκη αποκλειστικά με ποίηση Λειβαδίτη, κυκλοφορεί το 1987 με τον τίτλο «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» και πρόκειται για μια καντάτα-ορατόριο, με σαφές το αντιπολεμικό της μήνυμα.


Τη δεκαετία του ’80, στίχοι του μελοποιούνται και από άλλους συνθέτες. Ο Μάνος Λοίζος, φίλος και αυτός με τον ποιητή, μελοποιεί μοναδικά ένα από τα ωραιότερα στιχουργήματα του Λειβαδίτη στον τελευταίο εν ζωή δίσκο που κυκλοφόρησε, «Για μια μέρα ζωής», με τη σπαρακτική ερμηνεία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου:


«Ήταν ατέλειωτη η μέρα
κι ως νύχτωνε σε μια γωνιά
μ’ ένα τσιγάρο του πατέρα
τους άντρες παίζαμε κρυφά.

Τώρα η μέρα σε τρομάζει
γύρω αποτσίγαρα σωρός
και πια δεν είναι γυρισμός
γερνάς και σκοτεινιάζει.

Γέλια παιδιών έξω απ’ το σπίτι
πέτρες στην τσέπη της ποδιάς
μα έφτανε ένα νεκρό σπουργίτι
για να σε κάνει να πονάς.»



Η θύμηση του πατέρα, τα αθώα παιδικά χρόνια, ο χρόνος που υπήρξε, ο χρόνος που χάθηκε, ο χρόνος που (δεν) θα έρθει πια, σταθερά μοτίβα της στιχουργικής αλλά και της ποίησης του Λειβαδίτη βρίσκονται σε γερές δόσεις μέσα στο τραγούδι που σε αφήνει στο τέλος με ανάμεικτα συναισθήματα μην ξέροντας αν πρέπει να χαρείς για τα όμορφα χρόνια που πέρασαν ή να πενθήσεις για το δρόμο που δεν έχει πια γυρισμό.


Το 1993 κυκλοφορεί ο δίσκος «Φυσάει» του συνθέτη Γιώργου Τσαγκάρη με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Στο δίσκο αυτό ο συνθέτης σταχυολογώντας στίχους από ποιήματα του Λειβαδίτη φτιάχνει 8 τραγούδια με εξαιρετικές ενορχηστρώσεις. Πολύτιμη η συνεισφορά του ηθοποιού, Γιώργου Μιχαλακόπουλου, ο οποίος συμμετέχει με την υποβλητική ανάγνωση των ποιημάτων, προσδίδοντας τους τη θεατρικότητα, το λυρισμό και την ειρωνεία που τα χαρακτηρίζουν:


«Ένας ζητιάνος ξύνει τ’ αχαμνά του.
Ο άγνωστος στρατιώτης κρυώνει στο χιονόνερο
Ο υπουργός χειρονομεί, μια γριά σταυροκοπιέται.
Κύριε των δυνάμεων!!!
Των δυτικών, βέβαια, δυνάμεων…»(Φυσάει)



Στο δίσκο ακούγεται για λίγο και η φωνή του ίδιου του ποιητή. Το ομώνυμο τραγούδι «Φυσάει», (όπως και το «Τραγουδάω») είτε ολόκληρο είτε αποσπάσματά του δεν λείπει σχεδόν ποτέ από τις συναυλίες του Παπακωνσταντίνου ξεσηκώνοντας το κοινό εξαιτίας του δυναμισμού των στίχων, της μουσικής και της ερμηνείας:


«S. O. S.
Φυσάει, φυσάει απόψε φυσάει.
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι, φυσάει
κάτω από τις γέφυρες φυσάει
μες τις κιθάρες φυσάει
S.O.S.
Δος μου το χέρι σου, φυσάει
Δος μου το χέρι σου»

Το 1997 ένας ακόμη συνθέτης, ο Μιχάλης Γρηγορίου, κυκλοφορεί δίσκο βασισμένο στην ποίηση του Λειβαδίτη, στενού του, μάλιστα, φίλου. Στο δίσκο αυτό, «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη», που παρουσιάστηκε ζωντανά στο Μέγαρο Μουσικής το 1993 και τρία χρόνια αργότερα στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά, συμμετέχει η “Ορχήστρα των Χρωμάτων” υπό την διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη, η χορωδία “Fons Musicalis” και τραγουδούν οι Σαβίνα Γιαννάτου, Μιχάλης Χριστογιαννόπουλος, Γιάννης Παπακωνσταντίνου και Tάσης Χριστογιαννόπουλος.


Οι πιο πρόσφατες μελοποιήσεις στίχων του γίνονται από το συγκρότημα Όναρ, «Στα σταυροδρόμια του κόσμου» και τον τραγουδοποιό Κώστα Λειβαδά στο ρεφρέν του τραγουδιού του «Για να σε συναντήσω» (στο δίσκο του Μανώλη Λιδάκη, «Υλικό Ονείρων»).
Όλα αυτά τα χρόνια τραγούδια με στίχους τους Λειβαδίτη γνωρίζουν αρκετές επανεκτελέσεις, όπως τα «Γερνάς και σκοτεινιάζει» από τους αδελφούς Κατσιμίχα, «Την πόρτα ανοίγω το βράδι» από τον Διονύση Τσακνή, «Δραπετσώνα» από τον Πέτρο Γαιτάνο, «Μοιρολόι» από την Νένα Βενετσάνου, «Μοιρολόι της βροχής» από την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, αποδεικνύοντας πως στη διαχρονικότητά τους μεγάλη συμβολή είχαν και οι στίχοι του εκτός από τις εξαίρετες μελωδίες με τις οποίες ενδύθηκαν και τις κορυφαίες ερμηνείες που τα απέδωσαν.


Αναμφισβήτητα, λοιπόν, ο Λειβαδίτης κατέχει ξεχωριστή, θέση ανάμεσα στους κορυφαίους Έλληνες στιχουργούς του αιώνα μας, συγγενεύοντας, στιχουργικά, στενά, με ορισμένους από αυτούς όπως με τον Λευτέρη Παπαδόπουλου (ως προς την λαϊκότητα των στίχων, χαρακτηριστικά τα τραγούδια του δίσκου «Πολιτεία») και τον Μάνο Ελευθερίου (ως προς τη λυρική και υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα τους). Ωστόσο, σε σύγκριση με άλλους μέγιστους στιχουργούς, με τον Λειβαδίτη συμβαίνει το παράδοξο ενώ όλοι μας να έχουμε τραγουδήσει και να τραγουδάμε τραγούδια του, να μην γνωρίζουμε πολλές φορές ότι πρόκειται για δικούς του στίχους. Ίσως η ποιητική του πλευρά να υποσκίασε τη στιχουργική του (για την οποία ποιητική πλευρά έχει τιμηθεί με Κρατικά βραβεία και έχει γνωρίσει την πανελλήνια αναγνώριση όπως δείχνουν οι συνεχείς επανεκτυπώσεις των βιβλίων του) ή τα τραγούδια του να ταυτίστηκαν με το συνθέτη τους ή τον ερμηνευτή τους, όπως συχνά συμβαίνει στο χώρο της μουσικής. Ανεξαρτήτως πάντως οποιασδήποτε αυθαίρετης ή μη υπόθεσης, ο ποιητής ξεκαθαρίζει από μόνος του τη θέση του απέναντι στον χρόνο:


«Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ-
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.»
(Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου)









Χρήσιμοι σύνδεσμοι: http://tassosleivaditis.wordpress.com/
http://www.poiein.gr/archives/1548/index.html
http://douridasliterature.com/LeivaditisTasos.html

Ο Κάρλ Μάρξ ζει

Ο Χάουαρντ Ζιν (1922-1910), ιστορικός, συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής αφιερώνει ένα θεατρικό έργο στον πολυσυζητημένο Καρλ Μαρξ(1818-1883), φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό οικονομολόγο, ιστορικό, ο οποίος θεωρείται ο θεμελιωτής του κομμουνισμού. Πρόκειται για ένα μονόλογο , κατά τη διάρκεια του οποίου ο Καρλ Μαρξ ανασταίνεται και ταξιδεύει από την επουράνια ζωή στο Σόχο της Νέας Υόρκης για να αποκαταστήσει την υπόληψή του. Με πολύ χιούμορ και σαρκασμό διαχωρίζει τη θέση του από τους (νέο)μαρξιστές. Με απλό και καθημερινό λόγο παρουσιάζει τα πιο καίρια σημεία του επιστημονικού έργου του. Τέλος , με ευαισθησία διηγείται σε όλους εμάς, τη ζωή του.

Σήμερα ο Καρλ Μαρξ, όπως και ο Φρίντριχ Ένγκελς, είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιροι σε ολόκληρο τον κόσμο. Το συγκεκριμένο θεατρικό έργο του Χάουαρντ Ζιν, "Ο Μαρξ στο Σόχο", αποτελεί μια καλή ευκαιρία για μια πρώτη επαφή με τον Καρλ Μαρξ ως άνθρωπο και επιστήμονα, χωρίς όμως να παραβλέπεται το γεγονός ότι πρόκειται για ένα λογοτεχνικό είδος, κυριαρχούμενο από μυθοπλαστικά στοιχεία.

Αποσπάσματα:

"Υπάρχει άραγε κάτι πιο βαρετό από το να διαβάζεις πολιτική οικονομία; Σκέφτεται. Ε, ναι! Να γράφεις Πολιτική Οικονομία."

" Η Τζένη πίστευε στις ιδέες μου, αλλά δεν άντεχε συμπεριφορές που ερμήνευε ως πνευματικό σνομπισμό. «Προσγειώσου, Χερ Ντόκτορ», συνήθιζε να μου λέει. Ήθελε να περιγράψω τη θεωρία της υπεραξίας με τρόπο κατανοητό στους απλούς εργάτες. Εγώ της είπα: «Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τη θεωρία της υπεραξίας, αν δεν κατανοήσει πρώτα ότι το εργατικό δυναμικό είναι ένα ειδικό εμπόρευμα, που η αξία του καθορίζεται από το κόστος των μέσων διαβίωσης, το οποίο, όμως, δίνει αξία σε όλα τα άλλα εμπορεύματα, μία αξία που υπερβαίνει πάντα την αξία του εργατικού δυναμικού». «Οχι έτσι!» , φώναζε εκείνη. « Πρέπει απλά να πεις: Ο εργοδότης σάς δίνει έναν πολύ χαμηλό μισθό, που φτάνει ίσα ίσα για να ζείτε και να συνεχίσετε να δουλεύετε, αλλά εκείνος κερδίζει από τη δουλειά σας πολύ περισσότερα από όσα σας δίνει. Ετσι εκείνος γίνεται όλο και πιο πλούσιος, ενώ εσείς μένετε φτωχοί».Εντάξει, ας υποθέσουμε ότι μόνο εκατό άνθρωποι στην παγκόσμια ιστορία κατάφεραν να κατανοήσουν τη θεωρία μου της υπεραξίας. Εξάπτεται. Δεν παύει όμως να ισχύει! "


"Όταν πήγαμε στο Παρίσι με την Τζένη, το 1843, ήμουνα είκοσι πέντε χρονών και τότε είχα γράψει ότι στη νέα βιομηχανική κοινωνία οι άνθρωποι αποξενώνονται από τη δουλειά τους γιατί τους είναι απεχθής. Αποξενώνονται από τη φύση, γιατί μηχανήματα, καπνός, μυρωδιέ ς και θόρυβος έχουν εισβάλει στις αισθήσεις τους - κι αυτό το λένε πρόοδο. Αποξενώνονται από τους άλλους, γιατί το σύστημα στρέφει τον καθένα εναντίον των υπόλοιπων, σ’ έναν αγώνα για επιβίωση. Και αποξενώνονται από τον ίδιο τους τον εαυτό, ζώντας μια ζωή που δεν είναι δική τους, ζώντας σαν να μη θέλουν στ’ αλήθεια να ζουν, και τελικά μια καλή ζωή είναι δυνατόν να υπάρξει μόνο στα όνειρα, στη φαντασία. Αλλά υπάρχει ακόμα μια δυνατότητα να αλλάξουν τα πράγματα. Βέβαια, είναι μόνο μία δυνατότητα. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Αυτό είναι πλέον σαφές. Κάποτε ήμουνα τόσο σίγουρος! Τώρα ξέρω ότι όλα μπορούν να συμβούν, όμως πρέπει οι άνθρωποι να ξεσηκωθούν! Μήπως σας ακούγεται υπερβολικά ριζοσπαστικό; Θυμηθείτε: «ριζοσπαστικός» σημαίνει να ασχολείσαι με τη ρίζα ενός προβλήματος. Και η ρίζα είμαστε εμείς. Εχω μία πρόταση. Φανταστείτε ότι έχετε βγάλει καλόγερους. Φανταστείτε ότι όταν κάθεστε πονάτε πάρα πολύ, και πρέπει αναγκαστικά να σηκωθείτε. Πρέπει να κινηθείτε, πρέπει να δράσετε! Ας σταματήσουμε να μιλάμε για καπιταλισμό και σοσιαλισμό. Ας μιλήσουμε απλώς, για το πώς θα χρησιμοποιήσουμε τον απίστευτο πλούτο της γης προς όφελος των ανθρώπων. Δώστε στους ανθρώπους αυτά που χρειάζονται: φαγητό, φάρμακα, καθαρό αέρα, πόσιμο νερό, δέντρα και γρασίδι, ευχάριστα σπίτια να μένουν, μερικές ώρες δουλειάς, μερικές ώρες ελεύθερες. Μη ρωτήσετε ποιος το αξίζει. Όλοι οι άνθρωποι το αξίζουν."


Χρήσιμοι σύνδεσμοι:

http://www.scribd.com/doc/8942455/- 

http://www.marxists.org/archive/


http://www.marxists.org/archive/marx/works/index.htm


http://www.slideshare.net/IslamicBooks/howard-zinn-a-peoples-history-of-the-united-states


http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=243314


http://www.aformi.gr/

14/2/11

Ναι στον Βάρναλη, όχι στον Βαλεντίνο!!!

Κείμενο- αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη 
από το ιστολόγιο του Κώστα Στοφόρου

Σαν σήμερα, το 1884 στο Μπούργκας (Πύργο) της Βουλγαρίας γεννήθηκε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες και διανοητές. Ο Κώστας Βάρναλης. Αντί του ψευδεπίγραφου "Αγίου των ερωτευμένων" (τι δουλειά έχει η εκκλησία με τον έρωτα;) προτιμώ λοιπόν να του αφιερώσω τη σημερινή μέρα... 

Διαβάστε το κείμενο πατώντας τον παραπάνω σύνδεσμο.

Ποιήματα του Βάρναλη:
users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Η έμπνευση και οι τρεις παρακάτω σύνδεσμοι προέρχονται από τις όμορφες συζητήσεις που γίνονται κατά τις εβδομαδιαίες συναντήσεις της Ηρακλειώτικης Λέσχης Ανάγνωσης 'Φυλλομετρήματα'.


Μερικά από τα πιο γνωστά τους ποιήματα:

Μίλτος Σαχτούρης (παρμένα από τη προαναφερθείσα σελίδα)

Ἡ δύσκολη Κυριακή

Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ κοιτάζω πρὸς τ᾿ ἀπάνω ἕνα πουλὶ καλύτερο
ἀπ᾿ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου
Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ
πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας
ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι
κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά
ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο
ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά
Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες
ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο
Ἤτανε παγωνιὰ
δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ


Ὁ στρατιώτης ποιητής

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ζωή μου Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ζωή μου Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα
καρφώνω


Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Ὅλοι κοιμοῦνται
κι ἐγὼ ξαγρυπνῶ
περνῶ σὲ χρυσὴ κλωστὴ
ἀσημένια φεγγάρια
καὶ περιμένω νὰ ξημερώσει
γιὰ νὰ γεννηθεῖ
ἕνας νέος ἄνθρωπος
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
τὴν παγωμένη
ἀπὸ ἄγρια φαντάσματα καὶ τόση μαύρη πίκρα

Ο ΧΟΡΟΣ

Ἀπὸ τὶς πόρτες ἔμπαιναν εὐτυχισμένοι στολισμένοι
ἄλλοι φορούσανε σπαθιὰ κι ἄλλοι μαχαίρια
κρατοῦσαν ὄνειρα ζεστὰ στὰ παγωμένα χέρια
ὄνειρα ποὺ ἔκαιγε πυρετὸς λουλούδια
πρόβαλαν στοὺς καθρέφτες μενεξέδες
ὡραῖα πρόσωπα μὲ σταγόνες ἀσήμι
στὸ μέτωπο καὶ στὰ μάγουλα
κόκκινα χέρια καὶ τριαντάφυλλα πηχτὰ
ὁ ἔρωτας ποὺ ἔκαιγε ψηλὰ στὶς καπνοδόχες
ὁ ἔρωτας ποὺ ἔσταζε στοῦ δρόμου τὸ αὐλάκι
ὁ ἔρωτας ποὺ βογγοῦσε κάτω ἀπ᾿ τὰ πατήματα
τῶν παπουτσιῶν
ὁ ἕνας νὰ κατέβει τρέμοντας ἑτοιμόρροπες σκάλες
ὁ ἄλλος νὰ τὶς ἀνέβει τρέχοντας
γιὰ νὰ προφτάσουν τὸ αἷμα νὰ μὴν παγώσει
καὶ τὴν καρδιὰ νὰ μὴ σκιστεῖ
ὥσπου τὰ φέρετρα νὰ γίνουν αὔριο ἄσπρες βάρκες
καὶ μέσα νὰ τραγουδᾶνε εὐτυχισμένοι οἱ νεκροί


Ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου

Ο καιόμενος (παρμένο από αυτή τη σελίδα)

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.


  • Ελπήνωρ (από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)

8/2/11

ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ (1883-1931) " Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ"

Ο Χαλίλ Γκιμπράν γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1883 στο Μπεχάρι του Λιβάνου. Ποιητικό φαινόμενο-μεγαλοφυία του αιώνα για τα εκατομμύρια αραβόφωνων λαών. Η πρώτη του λογοτεχνική εργασία είναι πεζοτράγουδα και θεατρικά έργα, που γίνονται σ'όλο τον αραβικό κόσμο,από την Κίνα ως την Ισπανία, και δημιουργείται ο όρος γκιμπρανισμός-για την τεχνοτροπία του. Η φήμη του ξεπερνάει τα όρια της Εγγύς Ανατολής. Η φιλοσοφία του σημαδεύει κι επηρεάζει. Η ποίηση του μεταφράζεται σε είκοσι γλώσσες. Τα σχέδια και οι πίνακες του ταξιδεύουν κι εκτίθενται στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες του κόσμου.

Μέχρι την ηλικία των είκοσι χρόνων γράφει στα αραβικά.Από κει και πάρα εγκαταστημένος στις Ην.Πολιτείες-ύστερα από σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού- γράφει στ'αγγλικά. Πέθανε στις 10 Απριλίου 1931 στη Νέα Υόρκη και τάφηκε στο Μπεχάρι. Ο ποιητής, φιλόσοφος και ζωγράφος, ο μοναδικός Χαλίλ Γκιμπράν, έγινε γνωστός κι αγαπητός από αναρίθμητους ανθρώπους με τον "Προφήτη" και τα άλλα του βιβλία, μέσα σ'αυτό τον αιώνα της μοναξιάς και του παραλόγου.

Όταν του ζητήθηκε να μιλήσει για την αγάπη είπε:

Όταν η αγάπη σας γνέφει, ακολουθείστε την,
Παρόλο που οι δρόμοι της είναι σκληροί και
απότομοι.
Και όταν τα φτερά της σας τυλίξουν, δοθείτε
της,
Παρόλο που το ξίφος που είναι κρυμμένο ανά-
μέσα στα φτερά της μπορεί να σας πληγώσει.
Και όταν σας μιλά, πιστέφτε την,
Παρόλο που η φωνή της μπορεί να συντρίψει τα
όνειρά σας σαν τον βοριά που τον κήπο ερημώνει.

Γιατί όπως η αγάπη σας στεφανώνει, έτσι και θα
σας σταυρώσει.´Οπως είναι για το μεγάλωμά σας,
έτσι είναι και για το κλάδεμά σας.
´Οπως ανεβαίνει στην ψηλότερη κορφή σας και
χαΐδευει τα τρυφερότερα κλαδιά σας που ριγούν
στον ήλιο,
´Ετσι θα κατεβεί και στις ρίζες σας και θα τις
τραντάξει στην προσκόλλησή τους στη γη.
Σαν δεμάτια καλαμπόκι σας μαζεύει κοντά της.
Σας χτυπά στο αλώνι για να σας γυμνώσει.
Σας κοσκινίζει για να σας απαλλάξει από τους
φλοιούς.
Σας αλέθει μέχρι να γίνετε λευκοί.
Σας ζυμώνει μέχρι να γίνετε μαλακοί.
Και μετά σας στέλνει στην ιερή φωτιά της, για
να γίνετε ιερό ψωμί για το συμπόσιο του Θεού.

´Ολα αυτά τα πράγματα θα σας κάνει η αγάπη
για να γνωρίσετε τα μυστικά της καρδιά σας και
στη γνώση αυτή να γίνετε ένα κομμάτι από την καρ-
διά της Ζωής.

Αν όμως στο φόβο σας αναζητήσετε μόνο τη γαλήνη
της αγάπης και την απόλαυσή της,
Τότε θα είναι καλύτερα να σκεπάσετε τη γύμνια
σας και να φύγετε από το αλώνι της αγάπης
Σε έναν κόσμο δίχως εποχές, όπου θα γελάτε,
αλλά όχι με το γέλιο, και θα κλαίτε, αλλά
όχι με όλο σας το δάκρυ.

Η αγάπη δε δίνει άλλο τίποτε από τον εαυτό της
και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της.
Η αγάπη δεν κάνει τίποτα χτήμα της ούτε και
γίνεται η ίδια χτήμα.
Γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.
´Οταν αγάπατε δε θα πρέπει να λέτε, "Ο Θεός
είναι μέσα στην καρδιά μου", αλλά μάλλον, "Είμαι
μέσα στην καρδιά του Θεού"
Και μη νομίζετε ότι μπορείτε να κατευθύνετε
την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σας βρει
άξιους, θα κατευθύνει αυτή την πορεία σας.

Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία από το
να εκπληρώσει τον εαυτό της.
Αλλά αν αγαπάτε και επιμένετε να έχετε επιθυμίες,
ας είναι τούτες οι επιθυμίες σας:
Να λιώσετε και να γίνετε σαν ένα τρεχούμενο ρυάκι
που τραγουδά τη μελωδία του στη νύχτα.
Να γνωρίσετε τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας.
Να πληγωθείτε από την ίδια σας την κατανόηση της αγάπης.
Και να αιμορραγήσετε πρόθυμα και χαρούμενα.
Να ξυπνήσετε το ξημέρωμα με μια φτερωτή καρδιά και να
ευχαριστήσετε για μια μέρα αγάπης.
Να αναπαυθείτε το μεσημέρι και να συλλογιστείτε την
έκσταση της αγάπης.
Να γυρίσετε σπίτι το βράδι με ευγνωμοσύνη.
Και μετά να κοιμηθείτε με μια προσευχή για τον αγαπημένο στην
καρδιά κι έναν ύμνο επαίνου στα χείλη.

Ο Χαλίλ Γκιμπράν είναι ένας συγγραφέας από τους πιο αγαπημένους μου, γιατί τα σοφά του λόγια με τις κρυμμένες αλήθειες, μου μιλάνε μέσα στην καρδιά μου και με εκφράζουν απόλυτα! Σύντομα λοιπόν θα σας μεταφέρω και άλλα αποσπάσματα από αυτό το υπέροχο βιβλίο!


http://www.palmografos.com/permalink/812.html