22/9/11

Η Παράξενη Χρονομηχανή του Άρη Δημοκίδη

Θα πήγαιναν να βρουν τους φίλους τους για να παίξουν όλοι μαζί. Τώρα πια ήξεραν πως οι μαγικές τους δυνάμεις, οι χρονομηχανές και οι συναρπαστικές περιπέτειες δεν θα κρατούσαν για πάντα. ήξεραν πως όταν θα μεγάλωναν, η φαντασία που είχαν τώρα, ως παιδιά, δεν θα ήταν πια τόσο δυνατή.
Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, σκέφτηκαν οι ΣΤΕ. Αλλά μέχρι τότε υπάρχει άπλετος χρόνος για να χαρούμε το εδώ και τώρα. Πάντα υπάρχει χρόνος  - αν το θελήσουμε και το απαιτήσουμε! - για να ζήσουμε ευτυχισμένοι το κάθε λεπτό της μίας και μοναδικής ζωής που έτυχε να έχουμε...

Ο επίλογος του βιβλίου Η παράξενη Χρονομηχανή, του Άρη Δημοκίδη.



Χθες βράδυ τελειώσαμε και το τελευταίο βιβλίο με τις περιπέτειες των ΣΤΕ.
Πολλά βράδυα τον τελευταίο μήνα διαβάζαμε και από ένα ή δύο κεφάλαια. Πότε εγώ πότε η μαμά του. Παρόλα αυτά η γλώσσα, η ροή, η ιστορία, το δέσιμο με τους ήρωες μετά από 3 βιβλία ακόμη που έχουν προηγηθεί, δημιουργούσαν μια οικειότητα και ξεπερνούσαν τα κενά στην ιστορία. Έχοντας διαβάσει άλλο ενάμιση βιβλίο των ΣΤΕ, θεωρώ ότι στο συγκεκριμένο ο Άρης Δημοκίδης έχει "ανέβει επίπεδο". Είναι πιο ώριμο σε εκτέλεση, πιο δεμένο, έχει πιο γρήγορη γλώσσα χωρίς να δημιουργεί κενά.
Και φυσικά πάντα σου δημιουργεί την διάθεση να διαβάσεις, να μάθεις, να μελετήσεις όλα αυτά τα στοιχεία που παραθέτει, σε βάζει μέσα σε αλλόκοτες περιπέτειες. Ζεις κινηματογραφικά! Νιώθεις παιδί, ήρωας αόρατος και συ!
Ξαναδιάβασα τον Θησαυρό της Βαγίας το καλοκαίρι στον μεγάλο και πραγματικά η γλώσσα της Ζωρζ Σαρρή με είχε συνεπάρει και ένιωθα ότι διέφερε πολύ από την γλώσσα που χρησιμοποιούν οι σημερινοί συγγραφείς παιδικών βιβλίων. Το ίδιο μπορώ να πω ότι ένιωσα τώρα και στην "παράξενη Χρονομηχανή".

Ο Γιώργος το καταχάρηκε. Το συζητούσε και άλλες ώρες και στιγμές, κάνοντας αναφορές μέχρι και στις χωροχρονικές τρύπες. Αλλά ακόμη και αν δεν εξωτερικεύει πολλές σκέψεις ο Γιώργος, είμαι σίγουρος ότι γεννάει και αποθηκεύει σκέψεις μετά από κάθε ανάγνωση.
Κι εμείς με την βραδινή ανάγνωση κάνουμε ένα ενδιαφέρον διάλειμμα από έγνοιες και ηρεμούμε από την ένταση της ημέρας.
Και συχνά αναρωτιέμαι γιατί δεν διαβάζω έτσι από ένα δυο κεφάλαια κάθε βράδυ από ένα βιβλίο, αντί να χαζέψω στην τηλεόραση ή στο laptop ή να περιμένω να βρω 2-3 ώρες ή να πάω διακοπές.

Πάντα υπάρχει χρόνος... για όμορφες στιγμές που ξεχωρίζουν μες την καθημερινότητά μας!

8/9/11

Το Μυθιστόρημα της Μαρίας Πολυδούρη

Η Μαρία Πολυδούρη (1902-1930) , εκτός από τις ποιητικές συλλογές "Ηχώ στο χάος", " Οι τρίλιες που σβήνουν" και άλλα ανέκδοτα ποιήματα της , στο ποιητικό ενεργητικό της, συμπεριλαμβάνεται ένα ημιτελές , άτιτλο μυθιστόρημα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως προσχέδιο. Γράφτηκε το 1926 , ενώ η Μαρία Πολυδούρη παραθέριζε στη Φτέρη Αιγίου. Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει για Παρίσι και προσβάλλεται από φυματίωση. Αντίθετα από την ποίηση της στην οποία εξυμνεί τον έρωτα, το θάνατο και το ανεκπλήρωτο της φύσης ώστε να την κατατάσσουμε στο κίνημα του νεορομαντισμού, στο μυθιστόρημα της δίνει στοιχεία για το κλίμα και την νοοτροπία που επικρατεί εκείνη την εποχή , την οποία αντιμετωπίζει με σαρκασμό και κριτική στάση.


Το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος χωρίζεται σε δεκατέσσερα  κεφάλαια, ενώ το δεύτερο είναι ενιαίο. Επίσης το πρώτο μέρος το συνθέτουν περίπου είκοσι χαρακτήρες . Η αφηγήτρια  δίνει στοιχεία για τις ζωές αυτών των χαρακτήρων και τους αναλύει με ψυχογραφικό τρόπο.  Για τη δική της ζωή δεν έχουμε σημαντικά στοιχεία. Η ζωή της περιστρέφεται γύρω από τις ζωές των άλλων , τους οποίους είτε συναναστρέφεται είτε όχι και δεν την επηρεάζουν ουσιαστικά. Συμμετέχει στη ζωή τους με υπολανθάνων  τόπο, κυρίως μέσω κοινών γνωστών. Και οφείλουμε να θεωρήσουμε σημαντικό πως λαμβάνει θέση σε ζητήματα και ερωτήματα που προβληματίζουν τους χαρακτήρες αυτούς, π.χ. περί ηθικής, περί έρωτα και απιστίας. 


Στο δεύτερο μέρος, ο βασικός και πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας είναι ο Λεωνίδας, ο οποίος γράφει ένα μυθιστόρημα , ενώ βρίσκεται στο Παρίσι και μόλις το εκδίδει, το αποστέλλει στον επιστήθιο φίλο του, Αιμίλιο, ο οποίος παραθερίζει με την αφηγήτρια στο Ακροβούνι. Έτσι μαζί το διαβάζουν και το σχολιάζουν. Αποσπάσματα αυτού του μυθιστορήματος δίνουν απαντήσεις και λύνουν το μυστήριο ορισμένων χαρακτήρων του πρώτου μέρους , μιας και χαρακτηρίζεται ως η αυτοβιογραφία του Λεωνίδα.


Πιο συγκεκριμένα, η αφηγήτρια αξιολογεί τις συμπεριφορές των κύριων χαρακτήρων του μυθιστορήματος και ασκεί κριτική στη στάση ζωής τους. Συχνά δίνει γενικούς ορισμούς για τους άντρες και τις γυναίκες. Από τη μια πλευρά, οι άντρες παρουσιάζονται ως ασυνεπείς με τον εαυτό τους. Δεν είναι παρά ένας σωρός ωραίες ιδέες, ελεύθερες, κι όμως  οι πράξεις τους μένουν ανεξέλεγκτες. Είναι πάντα πρόθυμοι να εξιλεωθούν και να ξαναμαρτήσουν. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες προβάλλονται ως συνένοχες των αντρών που πρέπει να είναι πάντα άξιες της συμπάθειας τους και πέφτουν θύματα της γοητείας τους. Οι υπόλοιπες γυναίκες είναι αξιοκαταφρόνητες και μισητές , επειδή μηχανεύονται άνομα μέσα για να κατακτήσουν έναν άντρα. Σε αντιδιαστολή με τη μοιραία γυναίκα, η γυναίκα που ασχολείται αποκλειστικά  με τα οικιακά εμφανίζεται ως υστερική, νευρική και υποχόνδρια, καθώς επίσης τη διακρίνει η ματαιοπονία. Η αξία της παραλληλίζεται με αυτή του κηφήνα.


Δεν αφήνει στο απυρόβλητο τους καλλιτέχνες, μερικούς από τους οποίους προβάλλονται ως κιτρινιάρικα παιδιά, ερωτευμένα με την τέχνη , αλλά ακόμα πιο πολύ με την κακοριζικιά τους, σαν να ήταν φορέας του ταλέντου τους. Επίσης, παρουσιάζονται δειλοί και στριμωγμένοι στη θέση τους, κρατώντας πεισματική σιωπή, δείγμα περιφρόνησης προς τους άλλους. τέλος, φαίνονται δήθεν και επιδεικνύουν τόλμη μόνο στα μοναχικά συναπαντήματα τους με τις γυναίκες.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διαχωρισμός των χαρακτήρων σε πιθανές κοινωνικές τάξεις από ενός είδους βεμπεριανής προσέγγισης: στην εργατική, στη μικροαστική, στην αστική και σε αυτήν που αποτελείται από διανοούμενους και καλλιτέχνες.  Οι βασικοί χαρακτήρες της εργατικής τάξης περιγράφονται ως αθώοι και αγνοί, καθώς επίσης τους διακρίνει η καλοσύνη, η αξιοπρέπεια και ο αλτρουισμός τους. Οι μικροαστοί, όσο και οι αστοί, προβάλλονται ως κυνικοί και εκκεντρικοί. Ενδιαφέρονται για καθημερινά και κοινότοπα ζητήματα. Λειτουργούν με βάση τα ένστικτα τους και τους διακρίνει έντονος φιλοτομαρισμός. Οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες, ίσως επειδή συνήθως παραπαίει στις δυο αυτές τάξεις, φανερώνονται ως αντιφατικοί χαρακτήρες που όμως έχουν τη συνείδηση της κατάστασης τους. Μέσα από ατέρμονες αμφιταλαντεύσεις προσπαθούν να ισορροπήσουν. Ο καθένας τους έχει μια ηθική, την οποία υπερβαίνει και υπακούει στα πάθη του. Συχνά στρέφονται στον εσωτερικό κόσμο τους και συγκρούονται με τον εαυτό τους. Τέλος, εκφράζουν προβληματισμούς για ζητήματα ηθικής.


Η Μαρία Πολυδούρη μέσα από το μυθιστόρημα αυτό ασκεί ιδιαίτερα έντονη κριτική στην εποχή , κατά τη διάρκεια της οποίας ζει και δημιουργεί, καθώς και στην ηθική που τη χαρακτηρίζει. Ενδιαφέρον είναι ότι οι ήρωες φαίνονται να διαχωρίζονται σε κοινωνικές τάξεις με ένα είδος βεμπεριανής άποψης,στην εργατική , στη μικροαστική, στην αστική  και σε μια άλλη , αυτή των διανοούμενων και καλλιτεχνών. Οι κύριοι χαρακτήρες που εκπροσωπούν την εργατική τάξη
παρουσιάζονται αθώοι και αγνοί. Τους διακρίνει η καλοσύνη, η αξιοπρέπεια και ο αλτρουισμό τους. Οι μικροαστοί, όσο και οι αστοί, προβάλλονται ως κυνικοί και εγωκεντρικοί. Ενδιαφέρονται αποκλειστικά για καθημερινά και κοινότοπα ζητήματα. Λειτουργούν με βάση τα ένστικτά τους και τους διακρίνει ο φιλοτομαρισμός. Οι διανοούμενοι, ίσως επειδή παραπαίουν και στις δύο αυτές κοινωνικές τάξεις, φανερώνονται ως αντιφατικοί χαρακτήρες που όμως έχουν συνείδηση αυτής της κατάστασης. Μέσα από ατέρμονες αμφιταλαντεύσεις προσπαθούν να ισορροπήσουν. Ο καθένας έχει μια δική του ηθική που όμως συχνά την υπερβαίνει, υπακούοντας στα πάθη του. Δεν είναι καθόλου σπάνιο να στρέφονται προς τον εσωτερικό τους κόσμο και να συγκρούονται με τον ίδιο τους τον εαυτό με αποτέλεσμα να εκφράζουν προβληματισμούς για ηθικά ζητήματα. 


Η Μαρία Πολυδούρη μέσα από το μυθιστόρημα της θίγει ένα ακόμα φλέγον ζήτημα , αυτό της κοινωνικής θέσης της γυναίκας που βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο εκείνην την εποχή. Από τη μία πλευρά, μερικές γυναίκες είναι προσκολλημένες στον οικιακό τους χώρο και δεν συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική ζωή.  Λειτουργούν σα διακοσμητικά στοιχεία και ασχολούνται με εξαιρετική επιτήδευση με την εμφάνισή τους στοχεύοντας σε ένα επιτυχημένο-πλούσιο γάμο. Συγχρόνως πραγματοποιείται η έξοδος των γυναικών της αστικής τάξης από τον οικιακό τους χώρο , οι οποίες απασχολούνται με τη φιλανθρωπία ανήκοντας σε φιλόπτωχα σωματεία και θρησκευτικούς συλλόγους. Τους ασκείται έντονη κριτική για την υποκριτική τους στάση και την ασυνέπεια προς τις πεποιθήσεις τους. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες χειραφετούνται σταδιακά, σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο, εργάζονται σε δημόσιες υπηρεσίες ή ακόμα επιλέγουν και το σύντροφό της. Συχνάζουν σε καφενεία, όπου συγκεντρώνονται ποιητές και στοχαστές για να συζητήσουν τους προβληματισμούς τους και να απαγγείλουν ποιήματα. 


Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί την πρώτη και την τελευταία απόπειρα της Μαρίας Πολυδούρη. Εκτός από την καυστική κριτική στα κακώς κείμενα της εποχής και τη γλαφυρή περιγραφή των ηθών και των εθίμων, είναι ένα ευχάριστο και ενδιαφέρον ανάγνωσμα, επειδή εντοπίζονται  κοινά στοιχεία με την πραγματική ζωή της συγγραφέα και των οικείων προσώπων της. Το μυθιστόρημα αυτό, λοιπόν, είναι εμπλουτισμένο με αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως συμπεραίνεται από μία προσεκτική ανάγνωση του προσωπικού ημερολογίου της. Απ' ό,τι φαίνεται, κάθε συγγραφέας εμπεριέχεται στους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες του , από τους πιο ευχάριστους μέχρι και τους πιο δυσάρεστους. 








Απόσπασμα από τη σεμιναριακή εργασία "Το Μυθιστόρημα της Μαρίας Πολυδούρη", επιβλέπουσα καθηγήτρια, Χριστίνα Ντουνιά, 2004


Χρήσιμοι σύνδεσμοι:
Το Μυθιστόρημα: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/maria_polydoyrh/          

6/9/11

Ποίηση από τη Χλόη Κουτσουμπέλη


Έχω τη τιμή να παρουσιάσω και σε αυτό το ιστολόγιο μια ποιήτρια και λογοτέχνη με απίστευτο ταλέντο που είχα τη τη τύχη να γνωρίσω από κοντά, τη Χλόη Κουτσουμπέλη. Όσοι την έχουν συμπεριλάβει στις επαφές τους στο Facebook, γνωρίζουν πώς είναι να σερφάρεις αμέριμνα, διαβάζοντας μικρά νέα και χαζεύοντας φωτογραφίες, και ξαφνικά να ανακαλύπτεις ένα απαστράπτον διαμάντι μπροστά σου: ένα ποίημα ή απλά ένα κομμάτι από προσωπικές σκέψεις της Χλόης, τόσο μικρό αλλά τόσο μεστό από νόημα, τόσο απλά δοσμένο, αλλά ταυτόχρονα τόσο πολύπλοκο στη σύλληψή του.

Παραθέτω, λοιπόν, με την άδειά της, λίγα από τα ποιήματα- διαμάντια που η ίδια έχει δημοσιεύσει στο Facebook, για να πάρουν όλοι οι αναγνώστες κάτι από τη λάμψη τους.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΩΡΟΥ

Σε ένα κιβώτιο μου έστειλες όλα τα πράγματά μου.
Την πουκαμίσα, την θήκη των φακών,
το ποίημα που έγραψες για μένα,
τον πίνακα που θα κρεμούσαμε στον τοίχο
τον κενό χώρο στην ντουλάπα σου
τα άδεια ράφια με τα βιβλία φαντάσματα.
Φαντάζομαι πως όσο τακτικά και αν δίπλωσες
δεν μπόρεσες να χωρέσεις το κρεβάτι,
όλο φούσκωνε σαν αερόστατο
και πετούσε μακριά.
Ούτε κι εγώ έχω όμως χώρο πια γι αυτά.
Η αποθήκη μου βλέπεις,
είναι γεμάτη νεκρά φθινόπωρα
και μικρά ξεχαρβαλωμένα πάντα
με χαλασμένα ελατήρια.

Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Φορούσα κουρέλια κι έτρεχα στα τέσσερα
είχα τυλίξει τα πληγιασμένα πόδια σε φύλλα δέντρων
πατούσα σε θραύσματα από παλιά ρολόγια
ένας κούκος χτυπούσε διαρκώς μεσάνυχτα
είχα μόλις αντέξει την εποχή των παγετώνων
και το καλοκαίρι έσταζε καυτό ιδρώτα
δεν είχα γονείς ούτε ιστορία
θυμόμουν μόνο το αυγό που έσκασε
και τον κόκκινο κρόκο που ήλιος ξεπήδησε από μέσα.
Σε είδα ξαφνικά ψηλό και ακίνητο
στην μέση εκεί του πουθενά
να μου ανοίγεις διάπλατα τα χέρια.
Τυφλά χώθηκα στην αγκαλιά σου.
Κάτι παλιό τότε κατέρρευσε με θόρυβο
και η πρώτη πανσέληνος γεννήθηκε στον κόσμο.  



Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΟΡΧΙΔΕΑ ΟΛΟ ΘΑΛΑΣΣΑ

Στον κόσμο του άλλου
μπαίνεις τρυφερά
γυμνός όπως σε Ιερό.
Ειναι μια ορχιδέα όλο θάλασσα.
Βρέχεις τα πόδια σου στα βελούδινά της πέταλα.
Χαίρεσαι και φοβάσαι.
Γνωρίζεις.
Πως κάθε ορχιδέα ανοιγοκλείνει στους χτύπους της καρδιάς
είναι μυστική και αρχέγονη
και πως μέσα της αλλάζεις.
Ύστερα από αυτό ποτέ δεν θάσαι ο ίδιος.


ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Ο ξύλινος κούκλος που άκουγε στο όνομα Πινόκιο
ποτέ δεν τα κατάφερε να γίνει αληθινό αγόρι
έχασε μικρός την μάνα του
τον κατάπιε μία φάλαινα
δεν έμαθε ποτέ του να πενθεί.
Αφού τον έβγαλε από τον Λαβύρινθο
μόνη εγκατέλειψε σε ένα νησί
την Αριάδνη ο Θησέας
«μου έδωσες χαρά και ελπίδα,
γι αυτό αιώνια θα σ’ ευγνωμονώ»
της φώναξε από το καράβι του
κουνώντας το μαντήλι.
«Ηταν μόνο μια στιγμή υπέρβασης»
απολογήθηκε στην Φωνή ο Αδάμ
«άλλωστε Εδέμ σημαίνει ασφάλεια,
ισορροπία και τάξη
κι εγώ ήμουν ανέκαθεν νομοταγής,
αυτήν να διώξετε, την μάγισσα»
και έφτυσε το μήλο του.
«Σε σένα πάντα θα γυρνάω» είπε στην Πηνελόπη ο Κλώνος.
Παρίστανε τον Οδυσσέα ενώ ήταν ένας ακόμα απρόσωπος μνηστήρας.
Πες μου λοιπόν εσύ
που ήσουν κοινωνός του Μυστηρίου
εκείνη την Παρασκευή στο όρος των Ελαιών,
στο αεροδρόμιο πριν από την τελευταία πτώση
πόσα αργύρια εισέπραξες
για εκείνο το φιλί που μούδωσες στο στόμα;


ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ (ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ)

Αν φανταζόσουν άλογο;
Θαλασσινό.
Και αν σκάλα;
Στο χείλος του γκρεμού.
Και σπίτι;
Κάπου μαζί.
Και έρωτας;
Αυτό που τελικά δεν ζήσαμε οι δυό μας.



Χλόη Κουτσουμπέλη:
Γεννήθηκα το 1962 στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασα Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ποιητικές συλλογές:
Σχέσεις Σιωπής, εκδόσεις Εγνατία 1984
Η νύχτα είναι μια φάλαινα, εκδόσεις Βιβλιοπωλείο Λοξίας 1990
Η αποχώρηση της Λαίδης Κάπα, εκδόσεις Νέα Πορεία 2004
Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια, εκδόσεις Νέα Πορεία 2006
Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009
Μυθιστόρημα -Ψιθυριστά, εκδόσεις Παρατηρητής, 2002
Θεατρικό - Ορφέας στο μπαρ, εκδόσεις Πάροδος 2005

5/9/11

Γιάννης Ρίτσος - Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος


Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.

Παρμένο από εδώ:
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/giannhs_ritsos/h_sonata_toy_selhnofwtos.htm