1/6/11

Υιός συμμορίτου του Κυριάκου Αθανασίου

Ο Κυριάκος Αθανασίου γεννιέται στο Μαυρομάτι της Θήβας, όπου και περνάει τα πρώτα σχολικά χρόνια. Τελειώνει το Λύκειο Αμαρουσίου και σπουδάζει Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Την περίοδο της Χούντας κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Τορόντο του Καναδά. Είναι καθηγητής στην Παιδαγωγική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης όπου διδάσκει Περιβαλλοντική Βιολογία και Αγωγή Υγείας.


Στις αρχές του 21ου αιώνα,  αποφασίζει να αποτυπώσει σε μια λευκή σελίδα  τις παιδικές του εντυπώσεις από την Μετεμφυλιακή Ελλάδα.  Από τη μια πλευρά, γόνος Αρβανίτη κομμουνιστή από το Μαυρομάτι  και από την άλλη πλευρά  Αρμένισσας από την Κοκκινιά. Δύο κόσμοι. Δύο πολιτισμοί. Δύο αμαυρωμένες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας με πολύ αίμα, θάνατο , ψυχικό και σωματικό βασανισμό.  Δύο ζωές που όμως η αγάπη και ο έρωτας τις ενώνει, αλλά  ο εμφύλιος πόλεμος τις καταστρέφει. 


Ο Κυριάκος Αθανασίου είναι ο γιος του συμμορίτη. -Συμμορίτες αποκαλούνται οι κομμουνιστές εκείνη την εποχή.-  Στιγματισμένος από μικρό παιδί.  Και αυτό, όταν ο πατέρας του αγωνίζεται στο Αλβανικό Μέτωπο και αργότερα με το ΕΑΜ και το Δημοκρατικό Στρατό για την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, όταν  κακοποιείται, δολοφονείται  και εξαφανίζεται το πτώμα του από Χίτες..."Παλιοκομμουνιστές", ο απόηχος των παιδικών  χρόνων του .  Παρ'όλα αυτά, η μητέρα του, περήφανη γυναίκα, συμπαραστέκεται με κάθε τρόπο στα παιδιά της, τα μεγαλώνει με ηθικές αρχές και αξίες, αντιμετωπίζοντας δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και μένει πιστή στο σύντροφο της ζωής της, τον τιμά ακόμα και μετά το θάνατό του.  


Αν και μικρό σε έκταση αφήγημα, αλλά ιδιαίτερα ευχάριστο ανάγνωσμα με σαφή απεύθυνση στον αναγνώστη, προκαλεί έντονη συγκίνηση και προβληματισμό.  Προορίζεται για τον καθένα που θέλει να έχει μια πρώτη επαφή και αναφορά στην μετεμφυλιακή περίοδο ώστε να κατανοήσει πώς φτάσαμε ως εδώ.  Τέλος, το αφήγημα δεν έχει μόνο σκοπό την ανάδειξη της τραγικής ιστορίας μιας ελληνικής οικογένειας με φόντο την ελληνική επαρχία και τις προσφυγικές συνοικίες του Πειραιά εκείνης της εποχής, αλλά ο αναγνώστης ακολουθεί τον αφηγητή σ' ένα "ταξίδι" από την Κοκκινιά, το Μαυρομάτι, τη Μακρόνησο μέχρι τον Καναδά για να εντοπίσει την ταυτότητα του πατέρα του . 




Αποσπάσματα:




"Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που πρωτοάκουσα τη λέξη: «παλιοκομουνιστές». Συνόδευε τις λέξεις «κακούργο», «μπαστάρντο» και κάτι άλλες βρισιές, στα αρβανίτικα, που δεν τις θυμάμαι. Κι ακόμα να σου πω την αλήθεια δεν έχω καταλάβει καλά καλά γιατί με πείραξε τόσο. Πώς είναι δυνατό να μη με πειράζει το «μπαστάρδε», να μη με πειράζει το «κακούργο», κι αυτή η λέξη να σφυρίζει στ’ αυτιά μου ακόμη, μέχρι σήμερα. Κάτι σαν σφύριγμα φιδιού, κάτι... Τα άλλα δεν με πείραζαν τόσο. Ούτε οι πέτρες που περνούσαν σύρριζα δίπλα στο κεφάλι μου. Απ’ όλες τις βρισιές της γριάς της Μούργαινας, αυτή μου φαινόταν η πιο βαριά. Ίσως γιατί καταλάβαινα πως κρύβει αλήθεια. Την ένιωθα σαν μια βαριά κληρονομική κατάρα. Κάτι που το παίρνεις με τα γονίδια."


"Το τελευταίο ήταν και το πιο σοβαρό, μια και οι ομάδες Χ του Γρίβα, οι γνωστοί Χίτες, είχαν πλέον εξελιχθεί σε σοβαρή παραστρατιωτική οργάνωση, που την αποτελούσαν, κυρίως, πρώην συνεργάτες των Γερμανών, πρώην κουκουλοφόροι, γερμανοτσολιάδες και άλλοι καταδότες. Γυρνούσαν στην ύπαιθρο οπλισμένοι, και φρόντιζαν να μη γλιτώνει κανένας από τους πρώην αριστερούς, τους αντάρτες, τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, τους συνεργάτες τους ή τους συμπαθούντες. Όποιος έπεφτε στα χέρια τους, τον περίμεναν βασανιστήρια, άγριοι ξυλοδαρμοί, κρεμάλα, κομμένο κεφάλι και παλούκωμα σε κοινή θέα."


" Έχετε παρευρεθεί ποτέ σε βασανισμό παιδιού; Φαντάζομαι όχι. Εγώ ναι. Στου αδελφού μου.
     Σας ανέφερα και πριν ότι ήταν σχεδόν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου. Άρα θα ήταν τότε περίπου οκτώ χρονών. Ο Λιάμης θα πρέπει να ήταν ανάμεσα στους δολοφόνους του πατέρα. (Αυτό όμως το έμαθα πολύ αργότερα). Είχε μια κόρη συνομήλικη. Παίζαμε αμέριμνοι σε μια αυτοσχέδια τσουλήθρα από λάσπη. Θα ήμασταν 6-7 παιδιά. Τσουλάγαμε ο ένας πίσω από τον άλλο σε σειρά. Κάπου έξω από το τελευταίο οικόπεδο του χωριού. Λίγο πιο πάνω από το ρέμα. Και τότε εμφανίσθηκε. Σαν να τον γέννησε η γη. Άρπαξε τον Πέτρο από το μπράτσο μουρμουρίζοντας κάτι για «κακά πράγματα» και κάτι για την κόρη του.
     «Τώρα θα δεις παλιοκομουνιστή»... Μουρμούριζε σέρνοντας τον φουκαρά τον Πέτρο, που προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι αποσβολωμένος.
     Από ξωπίσω και εμείς τα παιδιά. Μυριζόμασταν φάση αλλά δεν φανταζόμασταν τι θα επακολουθήσει.
     Το στειλιάρι το είχε έτοιμο εκεί πίσω από την πόρτα του σπιτιού του. Σαν να το είχε προγραμματισμένο. Δεν ξέρω αν ήταν πιωμένος ή αν ήταν φτιαγμένος... Θυμάμαι μόνο τα χτυπήματα. Δε θυμάμαι ούτε καν τις κραυγές του. Μόνο το γκαπ γκουπ που γινόταν μπροστά στα μάτια όλων εμάς των παιδιών. Και ένα διαρκές βρίσιμο στα αρβανίτικα.
     Σαν να ήταν κάτι που κράτησε αιώνες.
     Δε θυμάμαι πώς τελείωσε, ούτε πώς φτάσαμε στο σπίτι. Θυμάμαι μόνο τους θρήνους και τις κατάρες των δύο γυναικών. Της μάνας μου και της γιαγιάς μου."


"Σκέφτομαι, πως είμαι η κατάληξη δύο από τις πιο τραγικές σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας: της γενοκτονίας των Αρμενίων και του ελληνικού Εμφυλίου."

1 σχόλιο:

  1. Συγκλονιστικά τα όσα διαβάζουμε στην ανάρτησή σου, Σωτηρία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή