27/6/11

Περί ρωμιοσύνης ο λόγος...




 Ο Δημήτρης Χατζής γεννιέται το 1913 στα Γιάννενα και πεθαίνει το 1981 στην Αθήνα.  Γιος του διηγηματογράφου, δημοσιογράφου - εκδότη της εφημερίδας «Ήπειρος», φοιτά στο Ιόνιο Γυμνάσιο Αθήνας. Το 1930 αναλαμβάνει την έκδοση της «Ηπείρου». Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα με ποιήματα («Νουμάς» 1931 και «Νέα Εστία» 1932). Το 1932 εντάσσεται στο ΚΚΕ. Το 1936 εξορίζεται στη Φολέγανδρο. Λίγους μήνες αργότερα αφήνεται ελεύθερος. Στην Κατοχή δημοσιογραφεί στον παράνομο «Ριζοσπάστη» και είναι μέλος της ομάδας του παράνομου σωζόμενου τυπογραφείου της ΚΕ του ΕΑΜ, στην Καλλιθέα, δημοσιογράφος και διορθωτής των εφημερίδων «Ελεύθερη Ελλάδα», «Απελευθερωτής» και άλλων εντύπων που εκδίδει το τυπογραφείο. Αργότερα εργάζεται στο τυπογραφείο του Βουνού. Το 1947 επιστρατεύεται στα Γιάννενα. Το Μάρτη του 1948 καταφεύγει στο ΔΣΕ, στου οποίου τα έντυπα δημοσιεύει διηγήματα και ανταποκρίσεις. Από το 1949 ζει σε διάφορες σοσιαλιστικές χώρες. Σπουδάζει Βυζαντινολογία και διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης. Στην προσφυγιά δημοσιεύει κείμενά του στο περιοδικό «Πυρσός» και εκδίδει αρκετά έργα του. Το 1974 επαναπατρίζεται. Γίνεται επισκέπτης καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Πάτρας, αλλά σύντομα αποπέμπεται από το υπουργείο Παιδείας. Από το 1980 ως το θάνατό του, 1981, εκδίδει το περιοδικό «Στίγμα», με αντικείμενο την Παγκόσμια Λογοτεχνία.




 
                                                   
"Το διπλό βιβλίο" του Δημήτρη Χατζή θεωρείται ένας σταθμός στη Νεοελληνική Λογοτεχνία για την πρωτοτυπία του και σημειώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εναλλακτικές αναγνώσεις του. Πρώτα απ' όλα , "Το διπλό βιβλίο" δεν είναι απλώς ένα ευχάριστο λογοτεχνικό ανάγνωσμα, αλλά ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα του Νεοέλληνα στη σύγχρονη κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα , πρόκειται για μια διαρκή αναζήτηση από την αρχή μέχρι το τέλος της νεοελληνικής ταυτότητας μέσα από τις ιστορικές συγκρούσεις και τις κοινωνικές αντιφάσεις. Από αφηγηματολογικής άποψης, τo ιδιαίτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα μέρη "Του διπλού βιβλίου" αποτελούν μέρος ενός ενιαίου συνόλου, θα μπορούσαν να παρουσιαστούν και ως αυτόνομα, καθώς επίσης στο τέλος  οι επίλογοι με τον πρόλογο συγχέονται και προβάλλονται σαν μια ενότητα. Από ποιητικής (και αφηγηματολογικής βέβαια) άποψης, εντυπωσιάζει ο διάλογος που αναπτύσσεται ανάμεσα στον αφηγητή και τον συγγραφέα. 

O κεντρικός ήρωας , ο Κώστας, ζει στη Γερμανία ως μετανάστης και εργάζεται στο εργοστάσιο "'Αουτελ". Εκεί για πρώτη φορά έρχεται με την ουσία και τη σπουδαιότητα του ρόλου του συνδικαλισμού που δέχεται στους κόλπους του, τον κάθε εργάτη, ακόμα και τον μεταναστάτη. Αποτυπώνει συγχρόνως με ιδιαίτερη γλαφυρότητα την αλλοτρίωση που επικρατεί στο χώρo εργασίας. Ο εργάτης δεν έρχεται σε επαφή με τον διανομέα ή με τον υπάλληλο γραφείου. Οι παραγωγικές σχέσεις φαίνεται να είναι τόσο τυποποιημένες, και οι άνθρωποι τόσο καλά κουρδισμένοι...θυσιασμένοι στο βωμό του κέρδους. Ο κεντρικός ήρωας κατάγεται από ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Δουλεύει σε ένα ξυλάδικο στο και μαθαίνει την τέχνη. Ο πατέρας του, παλιός αντάρτης, και ο Μάστορας τον παροτρύνουν να μεταναστεύσει στη Γερμανία. Στη  Στουτγάρδη ζουν πολλοί Έλληνες και συχνάζουν σε ένα καφενείο, διανοούμενοι, αριστεροί , εργάτες, άνθρωποι της Χούντας. Ο Κώστας ζει μια φιλήσυχη και μονότονη ζωή, καθώς ανακαλύπτει την τεράστια δύναμη του, την αγοραστική και εθίζεται στον καταναλωτισμό.  Ο Σκουρογιάννης, μετανάστης  και αυτός στη Γερμανία , επιστρέφει στο χωριό του, ερημωμένο, από την αστικοποίηση που χαρακτηρίζει εκείνη την εποχή τη νεοελληνική κοινωνία. Τέλος, Η Αναστασία, η αλαφροΐσκιωτη αδερφή του Κώστα που παντρεύεται  το Βασίλη που επιδιώκει να πολλαπλασιάσει τα πλούτη του. 

Ο Δημήτρης Χατζής, όπως φαίνεται από "Το διπλό βιβλίο" εμπνέεται από τον απλό, καθημερινό άνθρωπο και καταγράφει τις καθημερινές ιστορίες του. Βαθιά ανθρώπινος αντιμετωπίζει το επίμαχο ζήτημα περί ρωμιοσύνης με ιδιαίτερη ευαισθησία. Ο Νεοέλληνας μπροστά στις νέες κοινωνικές περιστάσεις χωρίς την κατάλληλη εκπαίδευση από θύμα δεν αργεί να γίνει θύτης. Η αστικοποίηση, οι ραγδαίες αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις , η φτώχεια των τελευταίων αιώνων αποτελούν μερικούς από τους βασικούς παράγοντες γι' αυτό. Η σύγχρονη κοινωνία καταβροχθίζει το Νεοέλληνα.  Αν και φαντάζει έρμαιο των περιστάσεων , είναι τελικά δημιούργημα μιας ολόκληρης εποχής, είναι το αποκύημα ενός εμφυλίου πολέμου, μιας "απόκρυφης" ταξικής πάλης , μιας ηττημένης γενιάς. Ο Δημήτρης Χατζής με πολύ έντεχνο και  τρόπο παρουσιάζει την ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του  '70 που πρωτοεκδίδεται το παρόν  μυθιστόρημα.  


Αποσπάσματα:

 Το μικρό μου θέατρο της αντλίας τελείωσε -και φυσικά χωρίς την αντλία-που φυσικά δε θα 'ξερα τι θα την κάνω. Και βγαίνω πάλι στην λεωφόρο. Μαγαζιά, ρεκλάμες, φωτεινές επιγραφές-αυτάπου αγαπάω. Το μεγάλο θέατρο της κοινωνίας της κατανάλωσης, που λένε στο καφενείο. Ό,τι ποθείτε θα το βρείτε εδώ. Και δεν είναι ακριβώς αυτό που θα ποθείτε μονάχα , αυτό που θα βρείτε. Είναι το θέατρο που το παίζουμε όλοι, που μας παίζουν όλοι, που τους παίζουμε όλους.
  Αυτό για το θέατρο δεν το 'παν στο καφενείο, είναι από 'κείνα που τα βρίσκω μοναχός μου. Οι σοφοί τα λένε κάπως αλλιώς-μας κάνει τάχα κακό, μας διαφθείρουν με τη σπατάλη , την αφθονία, την αχρηστία των πραγμάτων που βρίσκονται εδώ. Το νέον όπιον των λαών το λέει ο Γιαννόπουλος.
  Και να με κι εγώ με το όπιον μου. Στέκομαι μπροστά σε αυτές τις γεμάτες , τις ωραίες βιτρίνες , χαζεύω, τις αφήνω να με διαφθείρουν όσο θέλουν...Για τους σοφούς του καφενείου σημαίνει πως διαλύομαι, αλλοτριώνομαι, λένε, μέσα στους άλλους...
  Κοιτάζω λοιπόν όσο θέλω, κάνω μία και μπαίνω στο κατάστημα. Μπορώ να διαλέξω-για μένα το 'χουν αυτό το κατάστημα. Διαλέγω. Δε με ρωτάει κανείς ποιος είμαι, που τα βρήκα τα λεφτά μου, με περιμένουνε να διαλέξω-πρέπει να με περιμένουν. (σελ.65)



Ο Βασίλης ; Είχε μέσα του κι αυτός τη δική του καταστροφή. Η φτώχεια που πέρασε τον είχε φοβίσει. Μουλωχτά , μονάχα μ'αυτήν λογαριαζότανε , μέσα του.πήραμε λίγο την απάνω βόλτα, αγρίεψε αμέσως, αγριεύτηκε με το χρήμα που ερχόταν. Μισεί μονάχα. Τον κόσμο που βρίσκεται γύρω του, τους εργάτες που δουλεύουν στα χτήματά του...(σελ.167-168)



Χρήσιμοι σύνδεσμοι:




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου