29/6/11

Άλλη μια ιστορία αγάπης

Τόσες ιστορίες αγάπης!!! Και κάθε αγάπη σαν ένα μονόπρακτο... Μερικές φορές η ζωή μας ολόκληρη περικλείεται σε μία και μόνο πράξη. Ο πραγματικός χρόνος εκμηδενίζεται. Η σκέψη εκμηδενίζει το χρόνο. Η Α., ο Β. και οι σκιές τους. Οι σκιές ομολογούν την αλήθεια τους. Αποτελούν το φορέα δράσης, αφού το νεαρό ζευγάρι απαθές αναβιώνει ό,τι έζησε σε μια στιγμή, σε μία και μόνο πράξη.                                             


                                      
                                                     Klimt Gustav, Το φίλημα


                                               AΛΛΗ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ



Διακρίνουμε ένα πανί στη θεατρική σκηνή, η οποία διαχωρίζεται οριζοντίως. Ο χώρος είναι μια παιδική χαρά. Είναι βράδυ. Η Α. και ο Β. είναι μπροστά από το πανί. Η Α' και ο Β' είναι πίσω από το πανί και μπορούμε να δούμε τις σκιές τους με τις οποίες ζωντανεύουν την αληθινή ιστορία της Α. και του Β., οι οποίοι κινούνται ελεύθερα στο χώρο της παιδικής χαράς, αλλά τα βλέμματα τους δε συναντιούνται ποτέ. Συμπεριφέρεται ο ένας σαν να μην υπάρχει ο άλλος στον ίδιο χώρο. Η μουσική θα είναι ορχηστρική, κατά προτίμηση ροκ ή τζαζ.
Α.: Είναι μέρες που είχαμε δώσει ραντεβού εδώ.μπορεί να πάνε και χρόνια. Εδώ που είχαμε πρωτοσυναντηθεί. Ήταν βράδυ τότε και εκείνος ήταν τόσο απόμακρος και σκοτεινός. Ήταν χλωμός και τα μαλλιά του έπεφταν στα μάτια του. Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι το βλέμμα του. Ακόμα θυμάμαι τα μάτια του. Ήταν τόσο μεγάλα.και άδολα. Με κοιτούσε μες στα μάτια. Πρώτη φορά με κοιτούσε κάποιος μες στα μάτια. Έτσι έριχνα και εγώ το βλέμμα μου κάτω για να τον αποφύγω. Φοβόμουνα. Κι εκείνος με φοβότανε. Ακόμα με φοβάται. Δε μιλούσε πολύ, όμως η φωνή του τη θυμάμαι ακόμα, σα να ηχεί μέσα μου, σαν να την ακούω τώρα.
Β.: Ήταν βράδυ όταν πρωτοσυναντηθήκαμε. Ένα βράδυ από εκείνα του χειμώνα που νομίζεις ότι ο ουρανός όλο κατεβαίνει για να σκεπάσει τις άχαρες ζωές μας. Ο άνεμος λυσσομανούσε σα να ήθελε να μας πάρει μαζί του. Τη βρήκα μόνη να κάθεται.Μόνη σε μια κούνια. Στην αρχή δεν της έδωσα σημασία-μου είχε φανεί μια κοινή θνητή,μα δεν ήταν.Ήταν νεράιδα ή ξωτικό. Είχε λυτά τα μαλλιά της και στην αρχή με κοιτούσε επίμονα, μα όταν την απαντούσα, έριχνε το βλέμμα της στη γη και γινόταν βώλος. Με ρώτησε τι γύρευα εκεί τέτοια ώρα. Δεν της απάντησα. Φοβήθηκε για μια στιγμή αλλά δεν έφυγε. δεν έφυγε; Μετά από λίγο άκουσα το γέλιο της.
Α.: Ήταν ένα μυστήριο. Όταν τον πρωτοείδα νόμιζα πως ήτανε νεκρός. Φοβήθηκα για λίγο, αλλά συνέχισα να κάνω κούνια. Στην πρώτη ερώτησή μου βέβαια δεν αποκρίθηκε, μα στη δεύτερη μου απάντησε. Μονολεκτικά βέβαια, αλλά μου απάντησε. Γέλασα και ευθύς τον ρώτησα «Είσαι νεκρός;»
Β.: Κι έπειτα με ρώτησε αν είμαι νεκρός. «Όχι» της απάντησα. Μα πια δεν είμαι τόσο σίγουρος. Η τελευταία φορά που την είδα ήταν άνοιξη. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα και είχε λυτά τα μαλλιά της. Έτσι κατάλαβα ότι ήταν συντετριμμένη. Σε ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις, άφηνε πάντα κάτω τα μαλλιά της. Μόνο που όταν ήταν ευτυχισμένη τα πείραζε όλη την ώρα. Μια φορά την είχα δει ευτυχισμένη για μια στιγμή μονάχα και μου φάνηκε πολύ αμήχανη.
Α.: Και ικανοποιήθηκα με την απάντησή του, γιατί κατάλαβε την ερώτησή μου. Πράγματι τώρα που το σκέφτομαι πέρασε καιρός που ήμουν ευτυχισμένη, δηλαδή μια φορά έχω νιώσει έτσι. Βρισκόμασταν τις νύχτες μόνο.για ενάμιση χρόνο μια φορά το μήνα στο ίδιο μέρος, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα. Δεν το 'χαμε συμφωνήσει, αλλά επιστρέφαμε γιατί νοσταλγούσαμε. Συνήθως καθόμασταν αντικριστά μέχρι να ξημερώσει. Μετά το πρώτο γλυκό χάραμα, χώριζαν οι δρόμοι μας. Ο καθένας εξέφραζε ενδόμυχες σκέψεις, συναισθήματα.συνειρμικά. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Υπήρχε μια τέλεια επικοινωνία, χωρίς καν να γνωριζόμαστε. Η σχέση μας ήταν μεταφυσική. Εκείνο το βράδυ που κοιταζόμασταν για ώρες στα μάτια, πίστεψα πως ήμασταν ένα, μονάδα. Τότε για πρώτη φορά ένιωσα ευτυχισμένη. Το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο. Μια μουσική δυνάμωσε και χόρευα όλη την ώρα.  
Β.: Δε χόρευα ποτέ, μα παρασύρθηκα. Χορεύαμε για ώρες.
Α.: Μπορεί και για μέρες να χορεύαμε μαζί. Σε τέτοιες στιγμές ο χρόνος εκμηδενίζεται. Ενώ χορεύαμε, με φίλησε. Δεν αντέδρασα. Αιφνιδιάστηκα. Πήρα τους δρόμους και έτρεχα σαν τρελή. Μπορεί και να 'μουν τρελή. Οι περαστικοί δε με πρόσεχαν. Σα να μην υπήρχα. Υπήρχα;
Β.: Παρεξήγησε. Έφυγε, γιατί παρεξήγησε. Έτρεξα να την προλάβω, μα την είχα ήδη χάσει. Σε μια στιγμή έκστασης τη φίλησα. Αδερφικά όμως.μα δε το κατάλαβε. Από τότε, την ξαναείδα άλλες δύο φορές, αλλά ήταν διαφορετική.απόμακρη. Δε μιλούσε. Το βλέμμα της είχε γίνει ένα με το χώμα. Προσπάθησα να την πλησιάσω, τιναζόταν. Προσπάθησα να της εξηγήσω, έφευγε. Η σχέση μας ήταν μια παρεξήγηση.
Α.: Μ' αρέσει να φεύγω. Να φεύγω τις πιο καίριες στιγμές.Ένιωσα πως αυτό το φιλί ήταν αιμομικτικό. Μα περισσότερο φοβήθηκα τον εαυτό μου. Εκείνος ήταν σα να έπαιρνε πνοή από την πνοή μου για να ζήσει, όμως για εμένα δεν ήταν το ίδιο. Από τότε που τον ξανάδα άλλες δύο φορές. Κάθε φορά έφευγα. Νιώθω ελεύθερη έτσι.
Β.: Έφυγε και με άφησε μόνο μου. Η φυγή της αυτή εκβίαζε κάθε συναίσθημά μου να βγει στην επιφάνεια. Κι εγώ έκρυβα μέχρι τότε τα συναισθήματά μου, μόνο σε εκείνην φανερώθηκα όσο μπορούσα. Και εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να φύγει.
Α.: Έφευγα γιατί ούτε να αναπνεύσω δεν μπορούσα. Ασφυκτιούσα. Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγερή. Δεν ήθελα πια να με κοιτάει στα μάτια. Δεν ήθελα να ακούω τη φωνή του ούτε να γελάω με τα αστεία του. Ήθελα να είμαι μόνη, όπως παλιά. Χωρίς δεσμεύσεις.
Β.: Ποτέ δεν τη δέσμευσα να μείνει. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που εμπιστεύτηκα και εκείνη με πίστεψε. Το ένιωσα, μα με παρεξήγησε. Η αλήθεια ήταν ότι δε μιλούσα συχνά. Δεν της εξηγούσα πάντα, και όταν προσπαθούσα, έφευγε.
Α.: Δύσκολα ξεγυμνώνεις την αλήθεια σου στον άλλο, μα εκείνος ακόμα και με τις παύσεις και τα αποσιωπητικά κατάφερνε να ξεγυμνώνεται. Με παρέσερνε στα παραληρήματά του, στις συνειρμικές του σκέψεις, σ' άναρχες λέξεις. Μ' ελευθέρωνε.
Β.: Υπήρχαν στιγμές που τη φοβόμουνα. Ακόμα τη φοβάμαι. Σίγουρα θα συνέβαινε στον καθένα που ήταν στη θέση μου. Με καθήλωνε. Καμιά κίνηση του σώματος της δεν ήταν μηχανική ούτε το πετάρισμα των ματιών της. Όποτε είχα σκοπό να της πω ψέματα, με κοιτούσε στα μάτια και ευθύς της μολογούσα την αλήθεια. Μ' αποδεχόταν, όπως ήμουνα.
Α.: Τον κοιτούσα στα μάτια και χανόμουν σε λαβύρινθους ονείρων. Και όταν ένιωθα ότι μπορεί να ήμουν ευτυχισμένη, έφευγα. Τον φοβόμουν πολύ και ήμουν αμήχανη.
Β.: Φοβόταν, κυρίως τον εαυτό της. Δεν είχε κανέναν, μόνο εμένα. Είχε απομονωθεί εδώ και χρόνια στο κλουβί της.

 Α.: Μόνο που τώρα αναζητώ την ευτυχία. Θέλω να είμαι ελεύθερη πραγματικά, όμως. Μπορεί να πέρασαν χρόνια, αλλά ακόμα τον περιμένω. Εδώ στο μέρος που πρωτοσυναντηθήκαμε την ίδια μέρα, τη ίδια ώρα. Ακόμη.

Β.: Έρχομαι εδώ και κρύβομαι ή μεταμφιέζομαι για να μη μ' αντιληφθεί. Την παρακολουθώ από μακριά, κάθε μορφασμό της, κάθε της κίνηση. Και μ' αρέσει να τη βλέπω να φεύγει.
                                                      ΤΕΛΟΣ
                                                                                                        Αλκμήνη Μιρέλλι                                                                                                    

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι (Οδυσσέας Ελύτης)

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.


27/6/11

Περί ρωμιοσύνης ο λόγος...




 Ο Δημήτρης Χατζής γεννιέται το 1913 στα Γιάννενα και πεθαίνει το 1981 στην Αθήνα.  Γιος του διηγηματογράφου, δημοσιογράφου - εκδότη της εφημερίδας «Ήπειρος», φοιτά στο Ιόνιο Γυμνάσιο Αθήνας. Το 1930 αναλαμβάνει την έκδοση της «Ηπείρου». Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα με ποιήματα («Νουμάς» 1931 και «Νέα Εστία» 1932). Το 1932 εντάσσεται στο ΚΚΕ. Το 1936 εξορίζεται στη Φολέγανδρο. Λίγους μήνες αργότερα αφήνεται ελεύθερος. Στην Κατοχή δημοσιογραφεί στον παράνομο «Ριζοσπάστη» και είναι μέλος της ομάδας του παράνομου σωζόμενου τυπογραφείου της ΚΕ του ΕΑΜ, στην Καλλιθέα, δημοσιογράφος και διορθωτής των εφημερίδων «Ελεύθερη Ελλάδα», «Απελευθερωτής» και άλλων εντύπων που εκδίδει το τυπογραφείο. Αργότερα εργάζεται στο τυπογραφείο του Βουνού. Το 1947 επιστρατεύεται στα Γιάννενα. Το Μάρτη του 1948 καταφεύγει στο ΔΣΕ, στου οποίου τα έντυπα δημοσιεύει διηγήματα και ανταποκρίσεις. Από το 1949 ζει σε διάφορες σοσιαλιστικές χώρες. Σπουδάζει Βυζαντινολογία και διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης. Στην προσφυγιά δημοσιεύει κείμενά του στο περιοδικό «Πυρσός» και εκδίδει αρκετά έργα του. Το 1974 επαναπατρίζεται. Γίνεται επισκέπτης καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Πάτρας, αλλά σύντομα αποπέμπεται από το υπουργείο Παιδείας. Από το 1980 ως το θάνατό του, 1981, εκδίδει το περιοδικό «Στίγμα», με αντικείμενο την Παγκόσμια Λογοτεχνία.




 
                                                   
"Το διπλό βιβλίο" του Δημήτρη Χατζή θεωρείται ένας σταθμός στη Νεοελληνική Λογοτεχνία για την πρωτοτυπία του και σημειώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εναλλακτικές αναγνώσεις του. Πρώτα απ' όλα , "Το διπλό βιβλίο" δεν είναι απλώς ένα ευχάριστο λογοτεχνικό ανάγνωσμα, αλλά ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα του Νεοέλληνα στη σύγχρονη κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα , πρόκειται για μια διαρκή αναζήτηση από την αρχή μέχρι το τέλος της νεοελληνικής ταυτότητας μέσα από τις ιστορικές συγκρούσεις και τις κοινωνικές αντιφάσεις. Από αφηγηματολογικής άποψης, τo ιδιαίτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα μέρη "Του διπλού βιβλίου" αποτελούν μέρος ενός ενιαίου συνόλου, θα μπορούσαν να παρουσιαστούν και ως αυτόνομα, καθώς επίσης στο τέλος  οι επίλογοι με τον πρόλογο συγχέονται και προβάλλονται σαν μια ενότητα. Από ποιητικής (και αφηγηματολογικής βέβαια) άποψης, εντυπωσιάζει ο διάλογος που αναπτύσσεται ανάμεσα στον αφηγητή και τον συγγραφέα. 

O κεντρικός ήρωας , ο Κώστας, ζει στη Γερμανία ως μετανάστης και εργάζεται στο εργοστάσιο "'Αουτελ". Εκεί για πρώτη φορά έρχεται με την ουσία και τη σπουδαιότητα του ρόλου του συνδικαλισμού που δέχεται στους κόλπους του, τον κάθε εργάτη, ακόμα και τον μεταναστάτη. Αποτυπώνει συγχρόνως με ιδιαίτερη γλαφυρότητα την αλλοτρίωση που επικρατεί στο χώρo εργασίας. Ο εργάτης δεν έρχεται σε επαφή με τον διανομέα ή με τον υπάλληλο γραφείου. Οι παραγωγικές σχέσεις φαίνεται να είναι τόσο τυποποιημένες, και οι άνθρωποι τόσο καλά κουρδισμένοι...θυσιασμένοι στο βωμό του κέρδους. Ο κεντρικός ήρωας κατάγεται από ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Δουλεύει σε ένα ξυλάδικο στο και μαθαίνει την τέχνη. Ο πατέρας του, παλιός αντάρτης, και ο Μάστορας τον παροτρύνουν να μεταναστεύσει στη Γερμανία. Στη  Στουτγάρδη ζουν πολλοί Έλληνες και συχνάζουν σε ένα καφενείο, διανοούμενοι, αριστεροί , εργάτες, άνθρωποι της Χούντας. Ο Κώστας ζει μια φιλήσυχη και μονότονη ζωή, καθώς ανακαλύπτει την τεράστια δύναμη του, την αγοραστική και εθίζεται στον καταναλωτισμό.  Ο Σκουρογιάννης, μετανάστης  και αυτός στη Γερμανία , επιστρέφει στο χωριό του, ερημωμένο, από την αστικοποίηση που χαρακτηρίζει εκείνη την εποχή τη νεοελληνική κοινωνία. Τέλος, Η Αναστασία, η αλαφροΐσκιωτη αδερφή του Κώστα που παντρεύεται  το Βασίλη που επιδιώκει να πολλαπλασιάσει τα πλούτη του. 

Ο Δημήτρης Χατζής, όπως φαίνεται από "Το διπλό βιβλίο" εμπνέεται από τον απλό, καθημερινό άνθρωπο και καταγράφει τις καθημερινές ιστορίες του. Βαθιά ανθρώπινος αντιμετωπίζει το επίμαχο ζήτημα περί ρωμιοσύνης με ιδιαίτερη ευαισθησία. Ο Νεοέλληνας μπροστά στις νέες κοινωνικές περιστάσεις χωρίς την κατάλληλη εκπαίδευση από θύμα δεν αργεί να γίνει θύτης. Η αστικοποίηση, οι ραγδαίες αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις , η φτώχεια των τελευταίων αιώνων αποτελούν μερικούς από τους βασικούς παράγοντες γι' αυτό. Η σύγχρονη κοινωνία καταβροχθίζει το Νεοέλληνα.  Αν και φαντάζει έρμαιο των περιστάσεων , είναι τελικά δημιούργημα μιας ολόκληρης εποχής, είναι το αποκύημα ενός εμφυλίου πολέμου, μιας "απόκρυφης" ταξικής πάλης , μιας ηττημένης γενιάς. Ο Δημήτρης Χατζής με πολύ έντεχνο και  τρόπο παρουσιάζει την ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του  '70 που πρωτοεκδίδεται το παρόν  μυθιστόρημα.  


Αποσπάσματα:

 Το μικρό μου θέατρο της αντλίας τελείωσε -και φυσικά χωρίς την αντλία-που φυσικά δε θα 'ξερα τι θα την κάνω. Και βγαίνω πάλι στην λεωφόρο. Μαγαζιά, ρεκλάμες, φωτεινές επιγραφές-αυτάπου αγαπάω. Το μεγάλο θέατρο της κοινωνίας της κατανάλωσης, που λένε στο καφενείο. Ό,τι ποθείτε θα το βρείτε εδώ. Και δεν είναι ακριβώς αυτό που θα ποθείτε μονάχα , αυτό που θα βρείτε. Είναι το θέατρο που το παίζουμε όλοι, που μας παίζουν όλοι, που τους παίζουμε όλους.
  Αυτό για το θέατρο δεν το 'παν στο καφενείο, είναι από 'κείνα που τα βρίσκω μοναχός μου. Οι σοφοί τα λένε κάπως αλλιώς-μας κάνει τάχα κακό, μας διαφθείρουν με τη σπατάλη , την αφθονία, την αχρηστία των πραγμάτων που βρίσκονται εδώ. Το νέον όπιον των λαών το λέει ο Γιαννόπουλος.
  Και να με κι εγώ με το όπιον μου. Στέκομαι μπροστά σε αυτές τις γεμάτες , τις ωραίες βιτρίνες , χαζεύω, τις αφήνω να με διαφθείρουν όσο θέλουν...Για τους σοφούς του καφενείου σημαίνει πως διαλύομαι, αλλοτριώνομαι, λένε, μέσα στους άλλους...
  Κοιτάζω λοιπόν όσο θέλω, κάνω μία και μπαίνω στο κατάστημα. Μπορώ να διαλέξω-για μένα το 'χουν αυτό το κατάστημα. Διαλέγω. Δε με ρωτάει κανείς ποιος είμαι, που τα βρήκα τα λεφτά μου, με περιμένουνε να διαλέξω-πρέπει να με περιμένουν. (σελ.65)



Ο Βασίλης ; Είχε μέσα του κι αυτός τη δική του καταστροφή. Η φτώχεια που πέρασε τον είχε φοβίσει. Μουλωχτά , μονάχα μ'αυτήν λογαριαζότανε , μέσα του.πήραμε λίγο την απάνω βόλτα, αγρίεψε αμέσως, αγριεύτηκε με το χρήμα που ερχόταν. Μισεί μονάχα. Τον κόσμο που βρίσκεται γύρω του, τους εργάτες που δουλεύουν στα χτήματά του...(σελ.167-168)



Χρήσιμοι σύνδεσμοι:




Ένας ιδιαίτερος μικρός κύριος

'Οπως πολύ απλά μου εξήγησε ο συγγραφέας, το βιβλίο 'Ένας ιδιαίτερος μικρός κύριος' αφορά εκείνους που μιλάνε και σκέφτονται φυσιολογικά, αλλά δυσκολεύονται στις κοινωνικές συναναστροφές. Εκείνους, δηλαδή, που επίσημα πάσχουν από σύνδρομο Άσπεργκερ. Μήπως, όμως, τα 'συμπτώματα' περιγράφουν μια πολύ μεγαλύτερη μερίδα ανθρώπων; 'Ολοι μας δεν έχουμε νιώσει κατά καιρούς το συναίσθημα της μοναξιάς μέσα σε κόσμο;  Μόνο αυτός ο λόγος αρκεί για να προτείνω την ανάγνωση μιας ιστορίας που προέρχεται από προσωπικά βιώματα και γνωριμίες του συγγραφέα.

Εκδότης: Γλαύκη

Περιγραφή

Μια εσωτερική θεώρηση του συνδρόμου Άσπεργκερ. 

Καλοκαίρι 2005. Ο νυχτοφύλακας του ξενοδοχείου, ένας έφηβος με σύνδρομο Άσπεργκερ, μια περίεργη φιλία και ένα μυστικό ημερολόγιο. Το βιβλίο αυτό καταγράφει τα καθημερινά δρώμενα της ζωής ενός παιδιού με σύνδρομο Άσπεργκερ. Με ανάλαφρο ύφος και αρκετή δόση χιούμορ, ο συγγραφέας προσπαθεί να εντοπίσει, να επεξεργαστεί και να αποκρυπτογραφήσει τις διάφορες εκφάνσεις του αυτιστικού φάσματος, όπως αυτές εκδηλώνονται μέσα από τις συμπεριφορές και τις σκέψεις του μικρού ήρωα. Θέματα όπως η επικοινωνία, το στίγμα, το χιούμορ, η σεξουαλικότητα και πολλά άλλα, αναλύονται και σχολιάζονται σε δύο διαφορετικούς χρόνους: τη στιγμή που ανέκυπταν, στη συγκεκριμένη περίσταση και πλαίσιο, αλλά και ετεροχρονισμένα, κάποια χρόνια μετά, μέσα από έναν ωριμότερο τρόπο σκέψης. Το βιβλίο απευθύνεται τόσο σε ανθρώπους που γνωρίζουν για το σύνδρομο Άσπεργκερ και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, όσο και σε αναγνώστες που δε γνωρίζουν κάτι για τη συγκεκριμένη παθολογία, αλλά ενδιαφέρονται να εξοικειωθούν με μια από τις πιο σαγηνευτικές εκφράσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι επιστημονικό, μα ούτε και λογοτεχνικό, αν και σε ορισμένα σημεία δανείζεται στοιχεία από τα παραπάνω δύο είδη. Πρόκειται για ένα βιβλίο για τη διαφορετικότητα, το πώς εκφράζεται αλλά και το πώς εκλαμβάνεται. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για ένα βιβλίο για την ανθρώπινη επικοινωνία, τις διαπροσωπικές σχέσεις, τη φιλία.

Για περισσότερες πληροφορίες και αγορά του βιβλίου κάντε κλικ εδώ.

25/6/11

Όταν έκλαψε ο Νίτσε (Irvin D. Yalom)



Αν δε βλέπετε το βίντεο, κάντε κλικ εδώ:
http://www.youtube.com/watch?v=fn8NwJS8834

Η αντίστοιχη ταινία του πασίγνωστου βιβλίου! Το βιβλίο και η ταινία προτάθηκαν στο facebook group της λέσχης ανάγνωσης βιβλίου 'Φυλλομετρήματα'.

2ος Διαγωνισμός Διηγήματος "ΛόγωΤέχνης"

Πληροφορίες όπως δημοσιεύονται στο αντίστοιχο facebook event:

Η αστική μη κερδοσκοπική εταιρία πολιτισμού Artspot διοργανώνει για δεύτερη συνεχή χρονιά τον διαγωνισμό διηγήματος «ΛόγωΤέχνης», με στόχο να καθιερωθεί ως λογοτεχνικός θεσμός στο ελληνικό Διαδίκτυο.

Η μεγάλη επιτυχία του 1ου Διαγωνισμού Διηγήματος «ΛόγωΤέχνης», τόσο στον αριθμό των συμμετοχών, όσο και στην ποιότητα των κειμένων, απέδειξε πως υπάρχει μια ισχυρή δημιουργική δυναμική στους ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στο Διαδίκτυο.

Το θέμα του φετινού διαγωνισμού είναι «Ιστορίες Διαδικτύου» και σκοπό έχει να αποτυπώσει μέσω του γραπτού λόγου τον πρωτεύοντα ρόλο που διαδραματίζει πλέον το Διαδίκτυο στην καθημερινότητα…

ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Εύη Λαμπροπούλου, Συγγραφέας
Δημήτρης Μαμαλούκας, Συγγραφέας
Έλενα Μαρούτσου, Συγγραφέας
Δημήτρης Σωτάκης, Συγγραφέας
Γιάννης Φαρσάρης, Υπεύθυνος διοργάνωσης του διαγωνισμού εκ μέρους του φορέα Artspot

Τα διηγήματα δεν θα πρέπει να ξεπερνούν σε έκταση τις 1.000 λέξεις.

Οι Όροι Συμμετοχής στον Διαγωνισμό και η φόρμα καταχώρησης των διηγημάτων βρίσκονται στην διεύθυνση http://logotexnis2011.artspot.gr/

Η εταιρεία Artspot θα διοργανώσει ειδική τιμητική εκδήλωση για την απονομή των ακόλουθων βραβείων στους νικητές:

1ος Νικητής: Τιμητικό δίπλωμα και συσκευή ψηφιακής ανάγνωσης
2ος Νικητής: Τιμητικό δίπλωμα και συσκευή ψηφιακής αναπαραγωγής πολυμέσων
3ος Νικητής: Τιμητικό δίπλωμα και συσκευή αναπαραγωγής μουσικής
Οι 3 βραβευθέντες με Έπαινο θα λάβουν τιμητικά διπλώματα και μία σειρά λογοτεχνικών βιβλίων.

Τα 20 πρώτα διηγήματα του διαγωνισμού θα εκδοθούν σε ψηφιακό βιβλίο (e-book) που θα κυκλοφορήσει δωρεάν στο Διαδίκτυο με άδεια Creative Commons.

Προθεσμία λήξης υποβολής συμμετοχών: 31η Αυγούστου 2011.

23/6/11

"Δήγμα γραφής" - Μια ντουζίνα και τρία διηγήματα

Νέα συλλογή διηγημάτων όπου συμμετέχουν οι:
Άκης Βαΐου | Σοφία Γκιούσου | Σοφία Δευτερίγου Κατερίνα Θεριουδάκη | Θοδωρής Κούτρης Ελένη Κοφτερού | Στέφανος Λίβος | Βασίλης Πουλημενάκος Μαρία Ρογδάκη | Ελ Ρόι | Ελένη Σεμερτζίδου Παναγιώτης Σιμιτσής | Νικόλας Σμυρνάκης Γιάννης Φαρσάρης | Μιχάλης Χαραλαμπάκης

Κατεβάστε το ebook δωρεάν από εδώ:
www.openbook.gr/2011/06/dhgma-grafhs-mia-ntoyzina-kai-tria-dihghmata.html

13/6/11

H αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Άλκης Ζέη



Άλκη Ζέη. Σύγχρονη ελληνίδα πεζογράφος. Γεννιέται το 1925 στην Αθήνα. Ο πατέρας της κατάγεται  από την Κρήτη και η μητέρα της από τη Σάμο, όπου περνάει τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Έχει σπουδάσει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έχει φοιτήσει στη Δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών. Συνεχίζει τις σπουδές της στην Μόσχα όπου σπουδάζει στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο. Από το 1954 ως το 1964 ζει ως πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Το 1964 επιστρέφει στην Ελλάδα για να ξαναφύγει την περίοδο της διδακτορίας γιά το Παρίσι. Από πολύ μικρή ασχολείται με το γράψιμο. Στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου αρχίζει να γράφει κουκλοθέατρο. Ένας από τους ήρωες που δημιουργεί, ο Κλούβιος, γίνεται κατοπινά ήρωας του κουκλοθέατρου «Μπάρμπα- Μυτούσης», που εμπνεύστρια του είναι η Ελένη Περάκη- Θεοχάρη. Γράφει κυρίως παιδικά διηγήματα όπως : Το καπλάνι της βιτρίνας, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, Ο θείος Πλάτων, Αρβυλάκια και γόβες, Μιά Κυριακή του Απρίλη, κ.α. Έχει γράψει επίσης ΤΟ 1987, και το μυθιστόρημα, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα και μεταφράζει έργα πολλών ξένων λογοτεχνών. Έχει τιμηθεί τρεις φορές με το βραβείο Μπάτσελντερ των ΗΠΑ.




Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, θα μπορούσε   δικαίως να θεωρείται ένα αριστούργημα της Νεοελληνικής, αλλά και της Παγκόσμιας, Λογοτεχνίας. Η Άλκη Ζέη πειραματίζεται με την αφήγηση και δημιουργεί ένα μυθιστόρημα άρτιο και πρωτότυπο από άποψη αφηγηματικής τεχνικής και λογοτεχνικής αξίας. Δύο αφηγητές. Δύο χρόνοι. Δύο προσωπεία για την πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος. Δύο ονόματα, Δάφνη και Ελένη ή η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. 

Ο αναγνώστης ταξιδεύει μέχρι το Παρίσι την περίοδο της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Εκεί ζουν αυτοεξόριστοι Έλληνες για να αποφύγουν την εξορία και τα βασανιστήρια στα ξερονήσια. Η Ελένη, ο Ευγένιος, ο Πάνος, ο Στέφανος , η Άννα παίρνουν μέρος ως κομπάρσοι σε μια ταινία, Το τρένο της φρίκης, γαλλικής παραγωγής. Δύο γενιές , η γενιά της Εθνικής Αντίστασης και του Πολυτεχνείου συναντιούνται στο Παρίσι, συζητούν , συμφωνούν ή  διαφωνούν , αλλά συγχρόνως οραματίζονται την ελεύθερη και δημοκρατική Ελλάδα. Δύο κόσμοι συγκρούονται στον απόηχο του Μάη του '68.

H Ελένη κάθεται δίπλα στο παράθυρο, Το τρένο της φρίκης ταξιδεύει και οι αναμνήσεις ζωντανεύουν σε αυτό το φανταστικό ταξίδι. Στο πλυσταριό , καθώς περιμένει το πρώτο φιλί από ένα νεαρό φίλο της, τελικά παίρνει το βάφτισμα του πυρός και συντάσσεται στον αγώνα με το ΕΑΜ. Ο Πάνος  της δίνει το συνωμοτικό όνομα , Ελένη.  Στο πρώτο συνωμοτικό ραντεβού συναντά τον ωραίο και γενναίο Αχιλλέα. Τον ερωτεύεται και με συνοπτικές διαδικασίες, με μια φούστα και ένα πουλόβερ, παντρεύονται. Εκείνος φεύγει αντάρτης στο βουνό. 


Η Ελένη συνεχίζει τη δράση της στην Αθήνα, όπου και ένα βράδυ, καθώς περιφέρεται μόνη και εξαντλημένη, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στα κρατητήρια. Στην αρχή, συνυπάρχει με μία ποινική κρατούμενη και αργότερα με θανατοποινίτισσες συντρόφισσες της.  Η Λίζα, η μοντέρνα και κομψή μητέρα της , την επισκέπτεται συχνά και μεσολαβεί να αποφυλακιστεί. Μετά από λίγο καιρό, αποφυλακίζεται και συνεχίζει τη δράση της , ενώ συναναστρέφεται νέο κόσμο. 

Τελικά, φεύγει με πλαστό διαβατήριο για ΕΣΣΔ με σκοπό να συναντήσει τον Αχιλλέα. Πρώτη στάση: Ρώμη. Εκεί ο χρόνος σταματά. Αυτοσυστήνεται στον κόσμο ως Δάφνη και ξαναγίνεται το ξέγνοιαστο και ήρεμο κορίτσι , ζώντας για μερικούς μήνες με ένα νεαρό ζωγράφο. 


Δεύτερη στάση: Παρίσι. Εκεί συναντά τη Μαρί-Τερέζ, η οποία της συμπαραστέκεται σαν πραγματική φίλη. Αντιμετωπίζει , όμως, προβλήματα με την βίζα, αλλά τελικά αποστέλλεται και μπαίνει στο τρένο για τη Μόσχα. Ταξιδεύει για μέρες με το τρένο. Πρώτη στάση: Μόσχα. Δεν την περιμένει ο Αχιλλέας, όπως νόμιζε, αλλά ένας καλός της φίλος. Τελευταία στάση: Τασκένδη. Εκεί την περιμένει ο  Αχιλλέα με τους υπόλοιπους Έλληνες πρόσφυγες. Της επιφυλάσσουν θερμή υποδοχή. Εκείνη, όμως, αισθάνεται αμηχανία. Αντιλαμβάνεται ότι με τον Αχιλλέα δεν έχουν κοινό κώδικα επικοινωνίας, ότι δεν αισθάνεται πια η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Η Δάφνη πεθαίνει και η Ελένη παίρνει τη θέση της για άλλη μια φορά. Δεν μπορεί, όμως, να φύγει από την Τασκένδη και μένει μαζί του. Αποκτούν ένα παιδί, τη Δαφνούλα.  

Αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες στις συνθήκες διαβίωσης τους. Μετά από χρόνια, μετακομίζουν στη Μόσχα. Eκεί η ζωή είναι λίγο πιο ανεκτή, έχοντας αποκτήσει φίλους. Ωστόσο, πάλι η αποξένωση της από τον Αχιλλέα, ο χαμένος νεανικός ενθουσιασμό της προκαλεί εντάσεις στο ζευγάρι. Τελικά φεύγει με την κόρη της για την Αθήνα. Εκεί ζει ωραίες στιγμές, απολαμβάνει τη ζωή της. 


Το επόμενο ταξίδι θα είναι στο Παρίσι και θα κρατήσει σχεδόν μια ζωή ή καλύτερα μισή ζωή. Η κόρη της , η Δάφνη , θα είναι στην πρώτη γραμμή στην εξέγερση του Μάη του '68 και η Ελένη θα την ακολουθήσει, αλλά με κριτική στάση προς το κίνημα αυτό.

Μοτέρ στοπ.

Οι χρόνοι και οι φορείς της αφήγησης εναλλάσσονται συνεχώς σαν να παρακολουθούμε μια κινηματογραφική ταινία, γεγονός που δεν κουράζει καθόλου τον αναγνώστη, αντιθέτως τον κρατά σε εγρήγορση και το ενδιαφέρον μένει αμείωτο μέχρι τέλους. Μέσα από της ιστορία της Ελένης ξετυλίγεται σαν ένα κουβάρι  η ιστορία της Ελλάδας με έντεχνο τρόπο, από την Κατοχή μέχρι και τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, αλλά  ο αναγνώστης παρακολουθεί και  τις εσωτερικές διεργασίες και αντιφάσεις του Κ.Κ.Ε. και της ΕΣΣΔ. Αναδεικνύονται μέσα από τη αφήγηση, επίσης, πολιτικός και κοινωνικός προβληματισμός, η αγωνία για την τύχη της Ελλάδας, αλλά και η προβληματική θέση της γυναίκας. 


Τέλος, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα δεν είναι η απλή ιστορίας μιας γυναίκας , αλλά ο διχασμός της, η αυταπάρνηση του εαυτού της, η διάψευση  των ονείρων της και η αφοσίωσή της στον αγώνα, οι αντιφάσεις στο Κόμμα και στην ΕΣΣΔ, η αυτοκριτική της, η κριτική της στο Κόμμα, είναι  οι πιο μελανές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, δοσμένες με περίσσια λογοτεχνική μαεστρία από την Άλκη Ζέη. 


Χρήσιμος σύνδεσμος: http://www.alkizei.com/el


Συνέντευξη της Άλκης Ζέη:
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=405979

12/6/11

Η αληθινή ιστορία της Φανής Μανωλκίδου-Βέττα

Θα σε λέμε Ισμήνη, οι αναμνήσεις είναι μεγαλύτερες απ' τη ζωή. 


Και όμως , πρόκειται για μία αυτοβιογραφία. Αλήθεια, Ισμήνη ή Φανή ; Και τα δύο. Η Φανή είναι το ξέγνοιαστο κορίτσι μεσοαστικής οικογένειας. Νεαρή, μικρή και κατ' επίφαση άβουλη. Αυτή η μικρή που αγαπάει την παρέα με τα ξαδέρφια της.  Τις Απόκριες με το αδερφό της ντύνονται φουστανελάδες και αντί για νανουρίσματα μεγαλώνουν με άριες από την Τραβιάτα , τους Μποέμ και την Κάρμεν. Από μικρά παιδιά ακούν τις ιστορίες του παππού και του πατέρα για τους διωγμούς των Ελλήνων στη Βουλγαρία από τους "κομιτατζήδες".


Η Φανή μεγαλώνει. Θέλει να γίνει αρχιτέκτων. Ανήκουστο για κορίτσι.


 Οι σπουδές είναι για τ' αγόρια. Τι ζητάς εσύ ένα κορίτσι να ανακατευτείς με τα αγόρια; 
(σελ. 23). 


Τελικά , εγγράφεται στην Ανωτάτη Εμπορική το 1940. Κηρύσσεται ο πόλεμος στην Ελλάδα. Στον πόλεμο τα αγαπημένα ξαδέρφια μεγαλώνουν απότομα, ωριμάζουν μέσα σε λίγες μέρες. Εκείνη γίνεται εθελόντρια αδερφή στο νοσοκομείο του Ζαππείου. Οι πρώτες νίκες στο αλβανικό μέτωπο γεμίζουν τους Έλληνες με ενθουσιασμό. Καταφθάνουν οι  Άγγλοι. Κάθε βράδυ μεθυσμένοι τριγυρίζουν στο κέντρο της Αθήνας. 


Η Φανή διορίζεται στο Υπουργείο Επισιτισμού. Εκεί γνωρίζεται με δυο συναδέλφους, κατοπινά στελέχη του ΚΚΕ. Οργανώνεται στην ΟΚΝΕ και μετά στην ΕΠΟΝ. Στο πρώτο συνωμοτικό ραντεβού βαφτίζεται Ισμήνη. 


Μου μίλησαν για σένα. Θα πας να βοηθήσεις στην ΟΚΝΕ στην Ανωτάτη Εμπορική. Θα σε λέμε Ισμήνη.  (σελ. 33) 


Συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στα κρατητήρια της οδού Ελπίδας. Τη βασανίζουν με φάλαγγα. Λιποθυμάει. Η διάγνωση του γιατρού :


Δεν είναι τίποτα σοβαρό (σελ.40) 


Μεταφέρεται στις φυλακές Χατζηκώστα. Η Ελλάδα απελευθερώνεται , μαζί και η Ισμήνη.


Ο ΕΛΑΣ δεν παραδίδει αμέσως τα όπλα, καταλαμβάνει αστυνομικά τμήματα , καταλαμβάνει όλην  την Αθήνα. Οι Άγγλοι δεν μπορούν να περιμένουν. Αποβιβάζονται Άγγλοι και Ινδοί στρατιώτες στην Αθήνα. Αντεπιτίθενται. Ο Τσώρτσιλ αρχίζει διαπραγματεύσεις. Ο ΕΛΑΣ υποχωρεί.
Εκείνη την περίοδο συναναστρέφεται τον Κώστα Προβελέγγιο, το Μάνο Χατζηδάκι, Ρένο Ρώτα και άλλους.  Μετά τη Συφωνία της Βάρκιζας επικρατεί ένα κλίμα μισαλλοδοξίας.


Εν τω μεταξύ , γνωρίζει το σύντροφό της. Μένει έγκυος. Εκείνος φεύγει στο βουνό για να πολεμήσει με το Δημοκρατικό Στρατό. Ζει μόνη της με το παιδί στο Μαρούσι. Μετά από ένα χρόνο συλλαμβάνεται. Στα κρατητήρια στοιβάζονται πολιτικές με  ποινικές κρατούμενες.Μεταφέρεται στο Τρικέρι και στη Μακρόνησο, όπου θα περάσει μεγάλο μέρος της ζωής της ως εξόριστη. Η ζωή με τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες, με τις συλλογικές δράσεις  απαλύνουν το πόνο της αποξένωσης και το φόβο του θανάτου. Μεταφέρεται στις φυλακές Αβέρωφ. Ομαδικές εκτελέσεις.  Ανταλλάζει γράμματα με την κόρη της. Αποφυλακίζεται και μετά από ένα μήνα καταδικάζεται με ανυπόστατο κατηγορητήριο και επιστρέφει στις φυλακές Αβέρωφ. Και πάλι από την αρχή... 


Απελευθερώνεται και αγωνίζεται με την ΕΔΑ. Αυτοεξορίζεται στη Ρουμανία , όπου ζει ο σύζυγός της. Αποτυπώνει με καυστική κριτική τις διάφορες μορφές των συντρόφων της κομμουνιστών, αλλά και το σοβιετικό καθεστώς.Αναγνωρίζει, βέβαια, την αξία του εκπαιδευτικού συστήματος της Σοβιετικής Ένωσης, όπου φοιτά η ίδια , αλλά και η κόρη της. Ο σύζυγός της επιστρέφει στην Ελλάδα ως παράνομος , όπου συλλαμβάνεται . Κινεί διαδικασίες και η ίδια να γυρίσει πίσω με την κόρη τους. 


Η μεγάλη επιστροφή στην πατρίδα σχεδόν συμπίπτει με τη διδακτορία της 21ης Απριλίου. Δεν προλαβαίνει να ανασάνει ελεύθερα και συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στη Γυάρο. Η κόρη της παρατάει τις σπουδές της. Μεταφέρεται στις φυλακές Αλικαρνασσού.  Ανασαίνει χωρίς φόβο και ελεύθερα μόνο μετά τη μεταπολίτευση. 


Αυτή είναι η περιπετειώδης ζωής της Φανής και της Ισμήνης, μια αληθινή ιστορία. Δύο ονόματα, ένα πρόσωπο. Κι αυτή η γυναίκα που τα ομορφότερα, τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής της, τα  νεανικά, τα περνάει στις φυλακές και στην εξορία,  δεν παραιτείται από το όνειρο, γιατί: 


Τα οράματα είναι αιώνια και πανανθρώπινα. Και τα κρατάμε ζωντανά στη ψυχή μας, όπως τότε. Γιατί η φωτιά που μας άγγιξε εκείνα τα χρόνια του αγώνα δεν σβήνει ποτέ, μόνο μεταλαμπαδεύεται.  

Τέλος, προτείνεται η ανάγνωση της αυτοβιογραφίας της Φανής Μανωλκίδου-Βέττα, γιατί:


Η γενιά μας τα 'δωσε όλα, και τη ζωή της, χωρίς να ζητήσει τίποτα για τον εαυτό της. Και αυτό το ήθος, αυτοί οι δεσμοί της γενιάς μας έμειναν και θα μείνουν μέχρι τέλος της ζωής μας. Στη ζωή μου όσες φορές βρέθηκα σε δύσκολη θέση, δίπλα μου στάθηκαν σύντροφοι συναγωνιστές της Αντίστασης. Γι' αυτό σήμερα μπορώ να πω κι εγώ το στίχο του Αραγκόν:


Κι αν ήταν να τον ξαναπορευτώ
θα τον ξαναπορευόμουν τούτον
το δρόμο. 

10/6/11

H γνώση είναι δύναμη

 Σκέψεις εν συντομία με αφορμή τον ηλεκτρονικό  σύνδεσμο μαρξιστικής βιβλιογραφίας/εργογραφίας Η γνώση είναι δύναμη: http://vivlio2ebook.blogspot.com/  


Η γνώση είναι δύναμη, το περίφημο απόφθεγμα του Σερ Φράνσις Μπέικον προβληματίζει το σύγχρονο άνθρωπο. 


Σήμερα, σε μια εποχή νέο-μεσαιωνισμού που παλεύει όχι το καλό με το κακό, αλλά το νεωτερικό με το συντηρητικό,  είναι αλήθεια ότι απαξιώνεται όχι μόνο η γνώση, αλλά και οι φορείς της. Παρ' όλα αυτά, είναι τελικά η απαξιωμένη γνώση, αυτή που μπορεί να απαλλάξει τον άνθρωπο από φόβους, προκαταλήψεις και να καταρρίψει τα στερεότυπα. Ναι , είναι αυτή που μπορεί να μεταδώσει την ελπίδα ενός άλλου  κόσμου εφικτού...


Πιο συγκεκριμένα, η συσσωρευμένη εμπειρία του ανθρώπου που με τον καιρό μετατρέπεται σε καθιερωμένη , γενική ή ειδική, γνώση είναι αυτή που συμβάλλει στη κοινωνική και πολιτική χειραφέτησή του, καθώς επίσης είναι εκείνη που τον βοηθά να  εκμεταλλευτεί τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους με σύνεση ώστε να ικανοποιήσει της βασικές ανάγκες του...ή ακόμα και τη ματαιοδοξία του.


Βέβαια, δεν είναι λίγα τα φιλοσοφικά ερωτήματα που ανακύπτουν από μία τέτοιου είδους συζήτηση: Η γνώση είναι αντικειμενική; Μήπως ουδέτερη; Ενιαία ή κατακερματισμένη, όπως σήμερα; Αλήθεια, πηγάζει από το πνεύμα ή από την ύλη; Τι μπορούμε να γνωρίσουμε και κυρίως πώς;  Αλληλοσυγκρουόμενες γνωσιολογικές θεωρίες.


Άλλοτε η γνώση είναι επώδυνη, άλλοτε ανώδυνη . Ένα είναι το μόνο σίγουρο ότι  η γνώση δεν είναι μόνο δύναμη, αλλά και ο δρόμος προς την ελευθερία, και  γι' αυτό πρέπει ο καθένας να έχει πρόσβαση  σε αυτήν, στην αληθινή και αντικειμενική γνώση. 


Τέλος, ας μη συγχέεται η δύναμη με την εξουσία. Ναι, η γνώση είναι δύναμη, αλλά όχι εξουσία.

9/6/11

Κάνε ένα παιδί να γελάσει...διαβάζοντας!

Κίνηση Αγάπης "Θανάσης Βέγγος"

Η περιγραφή από το αντίστοιχο Facebook Event

Την Κυριακή 19 Ιουνίου θα μοιράσουμε στα παιδάκια που θα νοσηλεύνται στις ογκολογικές κλινικές βιβλία και παραμύθια. Μπορείτε να βοηθήσετε όλοι στέλνοντας από 1 παραμύθι ή βιβλίο. Η διεύθυνση αποστολής είναι " Βάσω Αλεβίζου, Κάνε ένα παιδί να γελάσει, PR 12402, Χαιδάρι ''. Χρειαζόμαστε καινούρια παραμύθια και βιβλία για να τα αμπαλάρουμε και να τα δώσουμε σε κάθε παιδάκι δωράκι. Επίσης εάν έχετε μεταχειρισμένα σε καλή κατάσταση μπορούμε να τα τοποθετήσουμε στα σαλονάκια για να τα διαβάζει όποιο παιδάκι θέλει. Εάν κάποιος θέλει να μας στείλει μεταχειρισμένα βιβλία για μεγάλους, σκεφτήκαμε να κάνουμε μια μικρή βιβλιοθήκη για τις μαμάδες και τους μπαμπάδες για να περνάει η ώρα τους στο νοσοκομείο.

Η περασμένη γιορτή είχε μεγάλη επιτυχία χάρη στην μεγάλη ανταπόκρισή σας, στηριζόμαστε πάνω σας και ευχόμαστε να τα καταφέρουμε κι αυτή τη φορά!!!

Ευχαριστούμε πολύ τον σύλλογο γονέων παιδιών με νεοπλασματικές ασθένειες ''Η Πίστη" που στηρίζει επίσημα την δραστηριότητά μας!!!!

4/6/11

Johnnie Society από τον Γιάννη Φαρσάρη

Από σελίδα του Protagon μεταφέρουμε τα λεγόμενα του συγγραφέα Γιάννη Φαρσάρη:

"Μ’ αρέσει το Διαδίκτυο γιατί είναι παράξενο: Έχει αυτόν τον ενικό της απρόσμενης οικειότητας που λείπει από την πραγματική κοινωνία. Λατρεύω το Διαδίκτυο, γιατί μου θυμίζει τις αθώες στιγμές της ανάγνωσης παιδικών παραμυθιών: Σαλιώνοντας το δάχτυλο, δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις στην επόμενη σελίδα.
Ζω στο Διαδίκτυο, γιατί καθημερινά νιώθω σαν αρχαιολόγος: Μέσα στα χώματα και στα σκουπίδια ανακαλύπτεις ανεκτίμητους θησαυρούς. Κι όταν συχνάζεις για χρόνια στα στέκια του Διαδικτύου, αρχίζεις αναπόφευκτα να μυείσαι σε νέες έννοιες που κρύβουν έναν καινούριο κόσμο: κυβερνολογοτεχνία, λογισμικό ανοικτού κώδικα, άδειες Creative Commons, υπερκείμενα, “shareware” κουλτούρα, ψηφιακές βιβλιοθήκες, συλλογική ευφυΐα. Και τότε αρχίζουν να σου μπαίνουν ιδέες, που σιγά-σιγά μετατρέπονται σε εμμονές… Κι έρχεται η στιγμή που γίνεται το διπλό κλικ στο μυαλό σου κι αποφασίζεις να στρωθείς να γράψεις μια ιστορία που κυοφορείται μέσα σου για καιρό. Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβω, χρειάστηκαν έξι χρόνια για να γραφτεί εκείνη η ιστορία. Έξι χρόνια ξενύχτι, γιατί κανένα πληκτρολόγιο δεν συνεργάζεται δημιουργικά με τα δάχτυλα προτού νυχτώσει.
Ο μετρητής σταμάτησε τελικά στις 112.484 λέξεις και η κούραση έκανε ακόμα πιο οδυνηρό το ερώτημα: «Και τώρα τι;». Μερικές αποτυχημένες απόπειρες επαφής με εκδοτικούς οίκους, απλώς επιβεβαίωσαν τις φήμες για τους πρωτοεμφανιζόμενους γραφιάδες.
Ένα βροχερό βράδυ του περασμένου Νοέμβρη, τα πράγματα άρχισαν να γίνονται απολύτως ξεκάθαρα μέσα μου: Το μυθιστόρημα JOHNNIE SOCIETY θα κυκλοφορούσε στο Διαδίκτυο, εννοείται ελεύθερο και εννοείται με άδεια Creative Commons. Τα καλώδια μεταφέρουν νυχθημερόν megabytes - αγόγγυστα και ακατάπαυστα. Ας είναι και κάποια από αυτά τα δικά μου. Και μη φανταστείτε πως είναι πολλά: Τα 1,36 megabytes του ηλεκτρονικού βιβλίου μου χρειάζονται περίπου 4 δευτερόλεπτα για να «κατέβουν» στον υπολογιστή σας…

Κατεβάστε το βιβλίο στον υπολογιστή σας ή 
διαβάστε το ως ebook στην οθόνη σας εδώ:


Από την ανάγνωσή μου, αυτό που κυρίως μου έμεινε ήταν η πλήρης μετάλλαξη ενός ανθρώπου που αποφάσισε να εγκαταλείψει το Θεό του κέρδους για να υπηρετήσει τον συνάνθρωπο. Ακόμα και όταν βγάζει κάποια χρήματα, κρατάει τα απολύτως απαραίτητα για τον εαυτό του, ενώ δίνει απλόχερα τα υπόλοιπα για να βελτιώσει τη ζωή των ανθρώπων γύρω του. Αν όλοι προσπαθούσαμε να προσφέρουμε ό,τι μπορούμε σε όσους ανθρώπους είναι δυνατό, έστω και μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, ο κόσμος θα ήταν σίγουρα ένα καλύτερο μέρος για όλους εμάς. Αλλάζοντας τη ζωή έστω και ενός παιδιού, μιας ηλικιωμένης ή ενός αναπήρου, αγγίζουμε δειλά με τα ακροδάχτυλά μας την πεμπτουσία της ζωής: την αγάπη.   

1/6/11

Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ της Ολυμπίας Παπαδούκα




"Αρνιέμαι"
Μουσική : Mίκης Θεοδωράκης
Ποίηση : Ιάκωβος Καμπανέλλης

Γυναικείες φυλακές Αβέρωφ. Γυναικείες φωνές που ενώνονται και αγωνίζονται για τον κόσμο που έρχεται, για την κοινωνική δικαιοσύνη. Θα φανταζόταν κανείς ότι η πλειοψηφία των φυλακισμένων γυναικών ότι θα ήταν ποινικές, αλλά όχι, οι φυλακές Αβέρωφ πλημμυρίζουν από πολιτικές κρατούμενες: γυναίκες που έχουν πολεμήσει στην Αντίσταση ή μανάδες Αντιστασιακών ή μικρά κορίτσια που αυθόρμητα δείχνουν αλληλεγγύη στους συνανθρώπους τους που βασανίζονται στις φυλακές και στα ξερονήσια. 

ΒΙΑ. ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΔΙΚΕΣ. ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ.

Στο Α' Μέρος η Ολυμπία Παπαδούκα δίνει γλαφυρή περιγραφή των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης των συγκρατουμένων της που ,όμως, η τέχνη μέσα από σκετς, χορωδίες και η αλληλεγγύη  καταφέρνουν να απαλύνουν τον πόνο αυτών των γυναικών , και αντί να λυγίζουν μπροστά στη στέρηση της ελευθερίας, όλο και να δυναμώνουν...αντί να γονατίζουν , όλο και περισσότερο να υψώνουν το ανάστημα τους μπροστά στους βασανιστές του , στο ίδιο το κράτος.

Μόνο ένα πράγμα δεν άντεχε η ψυχή τους, να αποχωρίζονται τα παιδιά τους, που τα άρπαζαν από την αγκαλιά τους για να τα μεταφέρουν στο Ορφανοτροφείο της βασίλισσας Φρειδερίκης, για να τα συνετίσουν , για να αποκτήσουν το εθνικό φρόνημα που αρμόζει σε έναν Έλληνα ... Παράδοξο, γιατί η βασιλική οικογένεια  Γκλύξμπουργκ δεν καταγόταν από την Ελλάδα, βέβαια ίσως είχαν και αυτοί σχέση με τους Αρχαίους Έλληνες! Και ο παραλογισμός αυτός φτάνει μέχρι τις ημέρες μας...


Στην καθημερινότητα τους, παραδίδονται μαθήματα από δικηγόρους , μαθηματικούς, δασκάλες, φιλολόγους ώστε οι γιαγιάδες να μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν  τα γράμματα των παιδιών  τους -το πιο ισχυρό κίνητρo-, οι φοιτήτριες και οι μαθήτριες για να συνεχίσουν τις σπουδές τους  και να δώσουν εξετάσεις , όταν αποφυλακιστούν. Με την ελπίδα ότι θα αποφυλακιστούν..., κυρίως, όμως , για να έχει καθεμιά τους πρόσβαση στη γνώση.

Ακούνε την αγαπημένη μαντινάδα από τους θαλάμους των μελλοθάνατων γυναικών:

Εγώ είμ' εκείνο το πουλί
που τη φωτιά σιμώνω.
Καίγουμαι στάχτη γίνουμαι
και πάλι ξανανιώνω.

Αν είσαι νιος και δεν πετάς 
με του βορρά τα νέφη
ίντα τη θέλεις τη ζωή
στον κόσμο να την έχεις.

Μην τονε κλαις τον αετό 
από που πετά σαν βρέχει
μόνο να κλαις ένα πουλί
απού φτερά δεν έχει


Η γιαγιά Μαμαλίνα, η γιαγιάκα όλων  των γυναικών,  πρώτη στην ανάγνωση και στη γραφή , πρώτη στην πρωινή γυμναστική. Και αυτή η διαίσθηση της μάνας:

-Τι έχεις γιαγιάκα;  Γιατί κλαις;

-Το πιδί μ' -μου λέει. Αφτιάζουμι το πιδί μ'δεν είν' καλά. Τον έχνε χαλασ' τουν Στάθην μ'.

-Μα γιαγιάκα προχτές δε σου 'στειλε γράμμα; Μαζί δεν το διαβάσαμε;

-Δεν ξέρου. Ιγώ μια βολά αφτιάζουμι. Του ρίξανει τουν Στάθην μ'.

Και όντως τον είχαν εκτελέσει.



Η Νίνα Οικονόμου , 12μιση χρονών δικάζεται για έσχατη προδοσία. Θεωρείται ένα μικρό κορίτσι πολιτικός αντίπαλος, εχθρός του έθνους , γιατί είχε αντιγράψει και μοιράσει προκηρύξεις με συνθήματα: ΕΞΩ Η ΑΓΓΛΙΑ, ΖΗΤΩ Η ΕΠΟΝ...

-Αποκηρύσσεις το Κομμουνιστικό Κόμμα;

-Δεν ξέρω τι είναι Κομμουνιστικό Κόμμα, γι' αυτό δεν αποκηρύσσω κάτι που δεν ξέρω. 

Τη Νίνα την αγκαλιάζουν από την πρώτη στιγμή με στοργή όλες οι πολιτικές συγκρατούμενες της και της διδάσκουν Αρχαία και Νέα ελληνικά για να συνεχίσει αργότερα τις σπουδές της. 


Η Ολυμπία Παπαδούκα ανασύρει από τη μνήμη της όλα εκείνα τα κομμάτια του παζλ που συνθέτουν με περίσσια μαεστρία το ιστορικό αυτό ντοκουμέντο , αποτίνοντας φόρο τιμής σε όλες εκείνες τις γυναίκες που αρνιούνται να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας για να επιστρέψουν πίσω στην καθημερινή, ελεύθερη ζωή τους, γιατί  δεν είχαν πού να γυρίσουν και σε αυτές που κι αν είχαν, δεν μπόρεσαν να υπογράψουν την ήττα τους. 

Παρατίθενται κατάλογοι με τα ονόματα των γυναικών που έχουν ζήσει στις φυλακές Αβέρωφ, άλλων που έχουν εκτελεστεί, ονόματα αντρών και γυναικών που έχουν βιαστεί  , καθώς επίσης γυναικών που γέννησαν το παιδί του βιαστή τους , φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων, αλληλογραφία , αποσπάσματα από τις επιθεωρήσεις. 

Και , βέβαια, όλοι αυτοί που έχουν κάνει αυτά τα εγκλήματα ή και που τα έχουν ακόμα διατάξει , όλοι αυτοί οι διεστραμμένοι που ήταν εθισμένοι στη βία, κατέχουν θέσεις πολιτικού και κοινωνικού κύρους. Κανένας από αυτούς δε έχει δικαστεί για τα εγκλήματα του 1948-1960. Κι αυτός ο διωγμός , όχι  μόνο των κομμουνιστών , αλλά και των συμπαθούντων, αν δεν είναι γενοκτονία, τότε τι είναι;

Για να μην αναρωτιόμαστε, λοιπόν, για τον αφασικό Νεοέλληνα που σήμερα δεν εξεγείρεται, για τις απολιτίκ θέσεις και συζητήσεις του, για τις κυβερνήσεις που οικειοθελώς  υπακούν στα ξένα συμφέροντα, για τα στελέχη των κυβερνήσεων, για την αποσιώπηση της ιστορίας, για την κατ' επίφαση δημοκρατία του 1974 και για όλα αυτά τα χρόνια που εξακολουθούν να κλέβουν τις ζωές των Ελλήνων, θα πρέπει να γνωρίσει ο κάθε λαός την ιστορία του, το παρελθόν του, γιατί τίποτα δε ξεφυτρώνει. Για όλους τους παραπάνω λόγους , αυτή η προσωπική μαρτυρία της Ολυμπίας Παπαδούκα θα πρέπει να διαβαστεί από όλους, μικρούς και μεγάλους, όχι προς φανατισμό, αλλά για να δικαιωθούν οι αδικημένοι, έστω και μετά θάνατον στη μνήμη όλων μας.  Τέλος, γιατί κάποιοι ήταν νικητές που βγήκαν ηττημένοι.


Χρήσιμος σύνδεσμος: Παραθέτω ένα ενδιαφέρον άρθρο από την Αθηνά Καλοκύρη για τη μαρτυρία της Ολ. Παπαδούκα. 

http://www.genderpanteion.gr/gr/other/files/2125499136s%20_aberwf%20_02-04-06.pdf


http://kokkinosfakelos.blogspot.com/2011/07/blog-post_13.html

Υιός συμμορίτου του Κυριάκου Αθανασίου

Ο Κυριάκος Αθανασίου γεννιέται στο Μαυρομάτι της Θήβας, όπου και περνάει τα πρώτα σχολικά χρόνια. Τελειώνει το Λύκειο Αμαρουσίου και σπουδάζει Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Την περίοδο της Χούντας κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Τορόντο του Καναδά. Είναι καθηγητής στην Παιδαγωγική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης όπου διδάσκει Περιβαλλοντική Βιολογία και Αγωγή Υγείας.


Στις αρχές του 21ου αιώνα,  αποφασίζει να αποτυπώσει σε μια λευκή σελίδα  τις παιδικές του εντυπώσεις από την Μετεμφυλιακή Ελλάδα.  Από τη μια πλευρά, γόνος Αρβανίτη κομμουνιστή από το Μαυρομάτι  και από την άλλη πλευρά  Αρμένισσας από την Κοκκινιά. Δύο κόσμοι. Δύο πολιτισμοί. Δύο αμαυρωμένες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας με πολύ αίμα, θάνατο , ψυχικό και σωματικό βασανισμό.  Δύο ζωές που όμως η αγάπη και ο έρωτας τις ενώνει, αλλά  ο εμφύλιος πόλεμος τις καταστρέφει. 


Ο Κυριάκος Αθανασίου είναι ο γιος του συμμορίτη. -Συμμορίτες αποκαλούνται οι κομμουνιστές εκείνη την εποχή.-  Στιγματισμένος από μικρό παιδί.  Και αυτό, όταν ο πατέρας του αγωνίζεται στο Αλβανικό Μέτωπο και αργότερα με το ΕΑΜ και το Δημοκρατικό Στρατό για την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, όταν  κακοποιείται, δολοφονείται  και εξαφανίζεται το πτώμα του από Χίτες..."Παλιοκομμουνιστές", ο απόηχος των παιδικών  χρόνων του .  Παρ'όλα αυτά, η μητέρα του, περήφανη γυναίκα, συμπαραστέκεται με κάθε τρόπο στα παιδιά της, τα μεγαλώνει με ηθικές αρχές και αξίες, αντιμετωπίζοντας δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και μένει πιστή στο σύντροφο της ζωής της, τον τιμά ακόμα και μετά το θάνατό του.  


Αν και μικρό σε έκταση αφήγημα, αλλά ιδιαίτερα ευχάριστο ανάγνωσμα με σαφή απεύθυνση στον αναγνώστη, προκαλεί έντονη συγκίνηση και προβληματισμό.  Προορίζεται για τον καθένα που θέλει να έχει μια πρώτη επαφή και αναφορά στην μετεμφυλιακή περίοδο ώστε να κατανοήσει πώς φτάσαμε ως εδώ.  Τέλος, το αφήγημα δεν έχει μόνο σκοπό την ανάδειξη της τραγικής ιστορίας μιας ελληνικής οικογένειας με φόντο την ελληνική επαρχία και τις προσφυγικές συνοικίες του Πειραιά εκείνης της εποχής, αλλά ο αναγνώστης ακολουθεί τον αφηγητή σ' ένα "ταξίδι" από την Κοκκινιά, το Μαυρομάτι, τη Μακρόνησο μέχρι τον Καναδά για να εντοπίσει την ταυτότητα του πατέρα του . 




Αποσπάσματα:




"Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που πρωτοάκουσα τη λέξη: «παλιοκομουνιστές». Συνόδευε τις λέξεις «κακούργο», «μπαστάρντο» και κάτι άλλες βρισιές, στα αρβανίτικα, που δεν τις θυμάμαι. Κι ακόμα να σου πω την αλήθεια δεν έχω καταλάβει καλά καλά γιατί με πείραξε τόσο. Πώς είναι δυνατό να μη με πειράζει το «μπαστάρδε», να μη με πειράζει το «κακούργο», κι αυτή η λέξη να σφυρίζει στ’ αυτιά μου ακόμη, μέχρι σήμερα. Κάτι σαν σφύριγμα φιδιού, κάτι... Τα άλλα δεν με πείραζαν τόσο. Ούτε οι πέτρες που περνούσαν σύρριζα δίπλα στο κεφάλι μου. Απ’ όλες τις βρισιές της γριάς της Μούργαινας, αυτή μου φαινόταν η πιο βαριά. Ίσως γιατί καταλάβαινα πως κρύβει αλήθεια. Την ένιωθα σαν μια βαριά κληρονομική κατάρα. Κάτι που το παίρνεις με τα γονίδια."


"Το τελευταίο ήταν και το πιο σοβαρό, μια και οι ομάδες Χ του Γρίβα, οι γνωστοί Χίτες, είχαν πλέον εξελιχθεί σε σοβαρή παραστρατιωτική οργάνωση, που την αποτελούσαν, κυρίως, πρώην συνεργάτες των Γερμανών, πρώην κουκουλοφόροι, γερμανοτσολιάδες και άλλοι καταδότες. Γυρνούσαν στην ύπαιθρο οπλισμένοι, και φρόντιζαν να μη γλιτώνει κανένας από τους πρώην αριστερούς, τους αντάρτες, τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, τους συνεργάτες τους ή τους συμπαθούντες. Όποιος έπεφτε στα χέρια τους, τον περίμεναν βασανιστήρια, άγριοι ξυλοδαρμοί, κρεμάλα, κομμένο κεφάλι και παλούκωμα σε κοινή θέα."


" Έχετε παρευρεθεί ποτέ σε βασανισμό παιδιού; Φαντάζομαι όχι. Εγώ ναι. Στου αδελφού μου.
     Σας ανέφερα και πριν ότι ήταν σχεδόν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου. Άρα θα ήταν τότε περίπου οκτώ χρονών. Ο Λιάμης θα πρέπει να ήταν ανάμεσα στους δολοφόνους του πατέρα. (Αυτό όμως το έμαθα πολύ αργότερα). Είχε μια κόρη συνομήλικη. Παίζαμε αμέριμνοι σε μια αυτοσχέδια τσουλήθρα από λάσπη. Θα ήμασταν 6-7 παιδιά. Τσουλάγαμε ο ένας πίσω από τον άλλο σε σειρά. Κάπου έξω από το τελευταίο οικόπεδο του χωριού. Λίγο πιο πάνω από το ρέμα. Και τότε εμφανίσθηκε. Σαν να τον γέννησε η γη. Άρπαξε τον Πέτρο από το μπράτσο μουρμουρίζοντας κάτι για «κακά πράγματα» και κάτι για την κόρη του.
     «Τώρα θα δεις παλιοκομουνιστή»... Μουρμούριζε σέρνοντας τον φουκαρά τον Πέτρο, που προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι αποσβολωμένος.
     Από ξωπίσω και εμείς τα παιδιά. Μυριζόμασταν φάση αλλά δεν φανταζόμασταν τι θα επακολουθήσει.
     Το στειλιάρι το είχε έτοιμο εκεί πίσω από την πόρτα του σπιτιού του. Σαν να το είχε προγραμματισμένο. Δεν ξέρω αν ήταν πιωμένος ή αν ήταν φτιαγμένος... Θυμάμαι μόνο τα χτυπήματα. Δε θυμάμαι ούτε καν τις κραυγές του. Μόνο το γκαπ γκουπ που γινόταν μπροστά στα μάτια όλων εμάς των παιδιών. Και ένα διαρκές βρίσιμο στα αρβανίτικα.
     Σαν να ήταν κάτι που κράτησε αιώνες.
     Δε θυμάμαι πώς τελείωσε, ούτε πώς φτάσαμε στο σπίτι. Θυμάμαι μόνο τους θρήνους και τις κατάρες των δύο γυναικών. Της μάνας μου και της γιαγιάς μου."


"Σκέφτομαι, πως είμαι η κατάληξη δύο από τις πιο τραγικές σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας: της γενοκτονίας των Αρμενίων και του ελληνικού Εμφυλίου."