15/1/11

Το ωραιότερο βιβλίο του κόσμου

Όντως, ο Ερίκ- Εμανουέλ Σμιτ κατάφερε να γράψει, αν όχι το ωραιότερο, αλλά σίγουρα ένα από τα ωραιότερα βιβλία του κόσμου, όπως ισχυρίζεται στο ομότιτλο βιβλίο. Πρόκειται για μια σειρά διηγημάτων με γυναίκες ηρωίδες, διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων και ηλικιών, που μέσα από αντίξοες καταστάσεις, καταφέρνουν να βγουν πάντα νικήτριες και να αναδείξουν τη φωτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχής, όπως σωστά επισήμανε η καλή φίλη και υποκινήτρια ανάγνωσης του Σμιτ, Σωτηρία. Μακάρι να γινόταν πάντα έτσι και στην αληθινή ζωή...

Δεν ξέρω τι άλλο να πρωτογράψω! Λάτρεψα όλα τα διηγήματα, ταυτίστηκα με κάθε γυναίκα ηρωίδα και ένιωσα τον πόνο τους καθώς ξετυλιγόταν το μυστήριο γύρω από αυτές, σελίδα με τη σελίδα. Η γλώσσα είναι προσιτή και λιτή, επιτρέποντας στον αναγνώστη να πλάσει τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις στο μυαλό του όπως επιθυμεί και, επομένως, να ζήσει ακόμα πιο έντονα την ανάγνωση καθενός από τα διηγήματα.

Τα αποσπάσματα που αγάπησα ήταν πολλά, αλλά παραθέτω αυτό που θα μείνει στη μνήμη μου για πολύ καιρό ακόμα...

Από το διήγημα 'Είναι μια ωραία βροχερή μέρα':  H κατά τα άλλα κυνική, ρεαλίστρια και ανέκφραστη, Ελέν, έχει μόλις χάσει τον σύζυγό της και πάσχει από τη νόσο του σύγχρονου ανθρώπου: τη κατάθλιψη. Ταξιδεύει παντού δίχως ικανοποίηση, αλλά μόλις φτάνει στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας της Νοτίου Αφρικής συμβαίνουν τα παρακάτω.

Η Ελέν ένιωσε ένα τσίμπημα στα μάγουλά της. Τι συνέβαινε; Το αίμα ανέβαινε στο πρόσωπό της, ένας δυνατός σφυγμός χτυπούσε στις φλέβες του λαιμού της, η καρδιά της χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα. Χρειαζόταν αέρα. Μπας κι ήταν στα πρόθυρα καρδιακής προσβολής;
Και γιατί όχι; Θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε. Ε, έφτασε η ώρα. Ας γίνει εδώ, τουλάχιστον, μπροστά σε ένα μεγαλειώδες τοπίο, εδώ ας τελειώσει. Γι' αυτό και ανεβαίνοντας τις σκάλες, είχε το προαίσθημα πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε.
Για λίγα δευτερόλεπτα, η Ελέν άνοιξε τα χέρια της, άφησε την αναπνοή της να ησυχάσει, κι ετοιμάστηκε να σβήσει. Κλείνοντας τα βλέφαρα κι αφήνοντας το κεφάλι να πέσει προς τα πίσω, έκρινε ότι ήταν έτοιμη, συναινούσε στο θάνατο. 
Τίποτα δε συνέβη.
Όχι μόνο δεν έχασε τις αισθήσεις της, αλλά και, ανοίγοντας τα μάτια, αναγκάστηκε να εξακριβώσει ότι ήταν καλύτερα. Μα τι είν' όλα αυτά τα πράγματα; Δεν μπορεί κανείς να διατάξει το σώμα του να πεθάνει; Δε μπορεί κανείς να ξεψυχήσει έτσι, όσο εύκολα σβήνει το φως;

Τελικά, στο διπλανό μπαλκόνι γνωρίζει έναν άνδρα ο οποίος καταλαβαίνουμε ότι θα είναι ο επόμενος άντρας της ζωής της. Απλά συγκλονιστικός ο Σμιτ: απεικονίζει με επιτυχία μια γυναίκα που πεθαίνει ψυχικά, νιώθει ότι δεν έχει τίποτα άλλο να προσφέρει, να νιώσει ή να ζήσει, αλλά στο τέλος καταφέρνει να αναστηθεί και να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου