O Hλίας Βενέζης , ψευδώνυμου του Ηλία Μέλλου, 1904 Αϊβαλί-1973 Αθήνα, ήταν έλληνας συγγραφέας, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έγινε γνωστός για τα μυθιστορήματά του
Αιολική Γη,
Το νούμερο 31328 και το θεατρικό έργο
Μπλοκ C. Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσεςτή , κάνοντας γνωστην ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό.
Τα πρώτα παιδικά χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί μέχρι τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Έπειτα επιστρέφει στη Μικρά Ασία , την οποία εγκατέλειψε η οικογένειά του το 1922. Ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε και στάλθηκε στα εργατικά τάγματα για 14 μήνες. Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη.
Στη Μυτιλήνη εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και το 1932 πήρε τη μετάθεσή του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Διώχθηκε για τις πολιτικές του ιδέες από τον νόμο του "Ιδιωνύμου", από τη δικτατορία του Μεταξά, και κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνελήφθη με την κατηγορία ότι σε συγκέντρωση του προσωπικού της Τράπεζας είχε μιλήσει για ελευθερία. Φυλακίστηκε στο "Μπλοκ C" των φυλακών Αβέρωφ και η εκτέλεσή του απετράπη έπειτα από αντιδράσεις του πνευματικού κόσμου.
Μετά τον πόλεμο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πνευματική ζωή της χώρας με επίσημες θέσεις όπως του Διευθύνοντος συμβούλου του Εθνικού Θεάτρου, Αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1957 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Παράλληλα το έργο του γνώριζε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα με συνεχείς επανεκδόσεις και στο εξωτερικό με πολλές μεταφράσεις.
Στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη,
Το Νούμερο 31328, αποτυπώνονται με γλαφυρότητα και παραστατικότητα οι εμπειρίες ενός αιχμαλώτου στα εργατικά τάγματα στην Τουρκία. Το
Νούμερο 31328 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες το 1924 στην εφημερίδα
Καμπάνα της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Στρατής Μυριβήλης.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-διαμαρτυρία κατά του πολέμου, κατά του εξευτελισμού της ανθρώπινης ζωής. Ο Ηλίας Βενέζης με έντονο ρεαλισμό ηθογραφεί τους ανθρώπινους χαρακτήρες χωρίς να τους εξιδανικεύει, περιγράφει με γλαφυρότητα τις περιπλανήσεις των σκλάβων και την σωματική και ηθική εξαθλίωσή τους, τα φρικτά εγκλήματα, τους βιασμούς και την επιβολή θέλησης των ισχυρών προς τους ανίσχυρους. Αποκαλύπτει την κοινή μοίρα των ανθρώπων ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής. Δεν κάνει διάκριση στον οίκτο του ανάμεσα στο βασανιστή και το βασανιζόμενο. Αντιμετωπίζει τον ομοεθνή και τον αλλοεθνή αντικειμενικά χωρίς μίσος. Καταγράφει με πιστότητα, αλλά και άλλοτε με πικρία και άλλοτε με σαρκασμό, όσα ζουν ο ίδιος και οι σύντροφοί του.
Ο αφηγητής είναι από τους ελάχιστους σκλάβους που κατόρθωσαν να επιζήσουν κάτω από μαρτυρικές συνθήκες. Ο ίδιος έχασε όλους τους αγαπημένους φίλους του. Είναι αυτόπτης μάρτυρας βιασμών, βασανιστηρίων και αλλεπάλληλων αδικιών. Παρ' όλα αυτά , ο αφηγητής δεν καταφέρεται με μίσος προς του εχθρούς και τους φίλους του, αλλά με μια πικρία, ειρωνεία και στωικότητα αντιμετωπίζει την στυγνή πραγματικότητα που βιώνει. Μια υποφώσκουσα ελπίδα και μια σα φυσική ροπή προς τη ζωή κρατάει ζωντανό τον Ηλία Βενέζη και άλλους συντρόφους του.
Το νούμερο 31328 αποτελεί τη νέα ταυτότητα του αφηγητή. Είναι ένας αριθμός και αυτός ο αριθμός εντέλει θα είναι και η σωτηρία του. Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο, για μια κραυγή ενός ανθρώπου-αγωνιστή κατά του πολέμου και του ηθικού και σωματικού βιασμού κάθε ανθρώπου, υπέρ της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, της κάθε δίκαιης διεκδίκησης και της ελευθερίας, πράγμα το οποίο φάνηκε κι από τη μετέπειτα στάση ζωής του Ηλία Βενέζη.
Το προτεινόμενο βιβλίο αξίζει να διαβαστεί ως ένα ιστορικό ντοκουμέντο και μια ρποσωπική μαρτυρία. Ο αναγνώστης συναισθάνεται τον ηθικό και τον σωματικό πόνο των ανθρώπων που βιώνουν τη φρικαλεότητα του πολέμου. Προβληματίζεται έντονα και τείνει να συνειδητοποιήσει ότι η προσφυγιά και η μετανάστευση για ένα καλύτερο μέλλον είναι μια αναγκαίοτητα για κάθε άνθρωπο που κινείται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης κι από φυσική ροπή προς τη ζωή, σκαρφιζόμενος ο,τιδήποτε να εξασφαλίσει αρχικά την επιβίωσή του και σε δεύτερο στάδιο να βελτιώσει όσο το δυνατόν περισσσότερο τις συνθήκες διαβίωσής του.
Αποσπάσματα:
"Ακούμε μια στριγγιά γυναικεία κραυγή που ξεπετιέται από κει, στο βάθος. Χαστουκίζει για ένα γρήγορο λεπτό τον πικρόν αγέρα. Ύστερα μια άλλη κραυγή. Μα τούτη σβήνει απότομα από κάποιο χέρι που βούλωσε το στόμα που φώναζε. Οι στρατιώτες, φαίνεται νοιάζονταν να μη γίνει θόρυβος.
Οι σύντροφοι σηκώνουνται σιωπηλά, με προφύλαξη, και κινούνται προς το Ιερό, να δουν. Σηκώνουμαι κ’ εγώ και πάω κοντά, τοίχο τοίχο, κρυμμένος στο μισοσκόταδο.
Η γυναίκα βαστούσε τον άντρα της με τα δύο χέρια και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Το παιδάκι είναι ξαπλωμένο ανάμεσά τους. Δεν ξύπνησε ακόμα. Μια μπούκλα γεμάτη σκόνη έχει κολλήσει πάνω στο μέτωπο, πέφτει εκεί πλάι, στο κατεβασμένο βλέφαρο. Είναι τόσο ήρεμο - μια μπούκλα. Θα ονειρευόταν. Ο στρατιώτης τραβούσε τη γυναίκα, στην αρχή αδύνατα, ήθελε να είναι αβρός. Μα ολοένα δυνάμωνε, ολοένα, το τράβηγμα. Ανυπομονούσε. Τα μάτια του ήταν τεζαρισμένα απ’ την επιθυμία και, όπως η αντίσταση της γυναίκας συνεχιζόταν, μια γρήγορη λάμψη χίμηξε μέσα τους και τα’ άλειψε με φως.
- Γλιτώστε με!... Γλιτώστε με!...
Ο άντρας ακούει τη γυναίκα του. Έχει ένα χαμένο ύφος, η μιλιά είναι δεμένη μές στο στόμα του, αλυχτούσε να βγει. Δεν έβγαινε.
- Κ’ εσύ δε με σκοτώνεις! Του φώναζε η γυναίκα με απελπισμένη οργή. Δε με σκοτώνεις!...
Συγκινημένος, χαμένος, κατορθώνει τέλος να ικετέψει τους στρατιώτες:
- Λυπηθείτε μας!... Λυπηθείτε μας!...
Ανασηκώθηκε λίγο προς τα μπρος, έκαμε μια προσπάθεια να κρατηθεί σ’ αυτή τη στάση της αδέξιας γονυκλισίας.
Μια κλωτσιά στα πλευρά. Ο μεγάλος όγκος του έπεσε απότομα πίσω. Κ’ η γυναίκα έχασε την επαφή μαζί του. Έκαμε να πιαστεί κάπου, κι άρπαξε το ποδαράκι του παιδιού. Κι αυτό, που ξύπνησε, ξεφώνησε μαζί της:
- Μητερούλα!... Μητερούλα!...
Ένα μικρό διάστημα τη σέρναν. Έσερνε και το παιδάκι μαζί της. Ύστερα το παράτησε."
" Οι μαφαζάδες που μας φυλάνε είναι μεγάλες ηλικίες. Όλοι απ' τα βαθιά της Ανατολής, στον καιρό του πολέμου το 'χαν σκάσει στα βουνά. Το κουβέρνο τότες δεν μπορούσε να τους κυνηγήσει. Μα, τώρα που κάλμαρε το μέτωπο κι ο Έλληνας έφυγε, άνοιξαν τα παλιά κατάστιχα και τους μάζεψαν έναν έναν κι επειδή σε τέτοια ηλικία δεν ήταν πια βολετό να μάθουν να σκοτώνουν ανθρώπους πολιτισμένα, τους βάλαν βοηθητικούς να φυλάνε εμάς.
Στην αρχή τούς είπαν πως θα υπηρετήσουν τρεις μήνες. Οι μήνες γίναν έξι, γίναν εφτά, οχτώ, κι αυτοί ολοένα μέναν μαζί μας και ζυμώνουνταν.
Οι πιο πολλοί τους έχουν γενειάδα. Σιγά σιγά έπιασαν να 'ρχουνται τα βράδια στις παρέες μας. Ψάχνουν με τα δάχτυλα τα γένια τους και λεν, κοιτάζοντας με τ' αγαθά μάτια τους κάπου:
- Αχ, μεμλεκέτ!... (πατρίδα).
Μας λεν τον καημό τους, μας ρωτούν τι να κάμουν.
Δεν έχουμε πολύ κέφι γι' αυτές τις παρέες. Τους ακούμε σχεδόν ψυχρά – ανάμεσά τους κι ανάμεσά μας υπάρχει ο σκληρός τοίχος. Αυτοί δεν είναι που μας κρατούν δεμένους; Τους μισούμε – πρέπει. Κι αν καμιά φορά πιάνεις τον εαυτό σου αφηρημένο σα να 'χει ξεχάσει τον «τοίχο», δε χρειάζεται παρά μια σπίθα μυαλό. Φέρνεις πάλι τότες, ντροπιασμένος, τον κρύο οχτρό στο προσκήνιο.
...................................................
Έτσι με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχουνται πιο ταχτικά και κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανά μας. Και στην κουβέντα δε μας λεν πια «γεσήρ». Με τη βαριά ανατολίτικη φωνή τους το προφέρνουν γεμάτο θερμότητα και καλοσύνη:
- Αρκαντάς (σύντροφε).
Στις δουλειές που πάμε μήτε χτυπούν πια μήτε βλαστημούν. Σαν δεν είναι μπροστά κανένας ρωμιός τσαούς κάνουν πως δεν βλέπουν και μα αφήνουν να καθόμαστε. Τουτουνούς τους τσαούς τους τρέμουν, γιατί τους σπιγουνεύουν άναντρα στους αξιωματικούς.
Το μεσημέρι, στο «παϊντός», ξαπλώνουμε μαζί κάτω απ' τον αψύ ήλιο και τρώμε το ψωμί μας. Μιλούμε φιλικά, κι έτσι πολλές φορές περνά η προσδιορισμένη ώρα για ανάπαυση. Τότες αυτοί, φοβισμένοι, μας σηκώνουν ήμερα ήμερα, σα να μας παρακαλούν:
- Άιντε, συντρόφοι, σηκωθήτε.
Σηκωνόμαστε με βαριά καρδιά να ξαναπιάσουμε δουλειά. Κι αυτοί, σα να φοβούνται μη βαρυγκομούμε μαζί τους, μας χτυπούν στον ώμο φιλικά:
- Τι να κάμουμε, αρκαντάς; Ο θεός να μας λυπηθεί, κι εσάς κι εμάς. Να μας λυπηθεί. «Κι εσάς κι εμάς». Το λεν πια σχεδόν μόνιμα. Άρχισαν να μη μπορούν να ξεχωρίζουν τις δυο μοίρες, τη δική τους και τη δικήμας. Τρέμουν τους αξιωματικούς τους και τους τσαουσάδες τους δικούςμας. Αυτούς τους ίδιους μισού με κι εμείς. Ικετεύουν για το «μεμλεκέτ», ένα καλύβι κάπου. Κι εμείς.
Λοιπόν;
Όλοι τους είναι φουκαράδες. Μα πολύ. Δεν τους δίνουν τίποτα για χαρτζιλίκι. Φαίνεται τους κλέβουν οι αξιωματικοί. Υποφέρνουν απ' όλες τις στερήσεις, ακόμα κι απ' τον καπνό. Εμείς μαζεύουμε αποτσίγαρα λεύτερα – αυτοί, όσο να 'ναι, διστάζουν. Δε θέλουν να ταπεινωθούν τόσο. Μα, άμα δεν τους βλέπουμε...
Οι δικοί μας, όσοι δουλεύοντας στους χωριάτες οικονομούμε τίποτε πεντάγροσα, τα κάνουν πάντα καπνό. Μας κερνούν. Ο μαφαζάς βλέπει. Το φιτίλι περνά και σ' αυτόν. Τυλίγει το τσιγάρο, δίνει πίσω το φιτίλι. Το κεφάλι χαμηλά. Το τσακμάκι. Ανάβει. Τότες μονάχα, μαζί με την πρώτη ρουφηξιά, τα μάτια σηκώνουνται. Δε λέει τίποτα.
Α, είναι μεγάλο πράμα δυο μάτια που ακινητούν έτσι...
Ώρες ώρες αποτραβιούνται μονάχοι τους σε μια γωνιά. Κοιτάζουν στο βάθος κι αρχίζουν τραγούδια της πατρίδας τους. Τους έχουν μάθει ένα πολεμικό θούριο: «Ανγκαρανίν τασινά μπακ...» Οι γεροί, ρωμαλέοι τόνοι αδυνατίζουν στα χείλια τους, μερώνουν. Κι έτσι που τους τραγουδούν παίρνουν κάτι σαν από μοιρολόι:
Κοίτα κατά το βράχο της Άγκυρας,
κοίτα τα δακρυσμένα μάτια μας..."
Πηγές: