27/7/12

Καντή

      Η Καντή είναι η μικρότερη κόρη μιας οικογένειας στα χρόνια του μεσοπολέμου που διηγείται την πορεία της οικογένειας. Ένα βιβλίο της Κατερίνας Φραγκάκη, εγώ δεν θα πω της Δικηγόρου όπως οι περισσότεροι , διότι η Κατερίνα είναι πολύ περισσότερο και πολύ πιο σημαντικό, για μένα είναι από της πιο ευαίσθητες  και πιο δυνατές ψυχές που έχω γνωρίσει... Πριν από δύο μήνες μας απέδειξε και ένα καλά κρυμένο ταλέντο αυτό της συγγραφής. Η Κατερίνα αποφασίζοντας να αναστήσει την γιαγιά την Καντή χωρίς ενδεχομένως να το γνώριζε στην αρχή ανέστησε όλες τις Γιαγιάδες, αυτές που έζησαν από το μεσοπόλεμο και μετά , αυτές που κυνηγήθηκαν , πάλεψαν και τελικά γεμάτες αναμνήσεις μας είπαν τα καλύτερα παραμύθια !!! Η Κατερίνα με εξαίσιο τρόπο ζωντανεύει την Καντή και μας θυμίζει τις γλυκές ή πικρές αναμνήσεις που μπορεί να είχαμε από τη δική μας γιαγιά !! Ταυτίστηκα όσο δεν έχω ταυτιστεί ποτέ με βιβλίο διότι είχα την τύχη να έχω γνωρίσει και γω τη δική μου Καντή.
 Έχει δημοσίευθεί και στο iRENEM .

26/7/12

3ος Διαγωνισμός Διηγήματος ΛόγωΤέχνης 2012


H αστική μη κερδοσκοπική εταιρία πολιτισμού Artspot (http://company.artspot.gr) διοργανώνει για τρίτη συνεχή χρονιά τον διαγωνισμό διηγήματος «ΛόγωΤέχνης», με την υποστήριξη των Εκδόσεων Καλέντη, έχοντας επιτύχει το στόχο να καθιερωθεί ως λογοτεχνικός θεσμός στο ελληνικό διαδίκτυο. Η μεγάλη επιτυχία των δύο πρώτων διαγωνισμών διηγήματος «ΛόγωΤέχνης», απέδειξε πως υπάρχει μια ισχυρή δημιουργική δυναμική στους ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στο Διαδίκτυο.

Η Κριτική Επιτροπή:
·         Ελένη Γκίκα, Συγγραφέας – Κριτικός βιβλίου
·         Κώστας Μουρσελάς, Συγγραφέας
·         Γιάννης Ξανθούλης, Συγγραφέας
·         Χρήστος Οικονόμου, Συγγραφέας
·         Γιάννης Φαρσάρης, Υπεύθυνος διοργάνωσης του διαγωνισμού

Διάρκεια του διαγωνισμού:  Ημερομηνία έναρξης του Διαγωνισμού είναι η 15η Ιουλίου και ημερομηνία λήξης η 15η Σεπτεμβρίου 2012.

Θέμα του διαγωνισμού: Το θέμα του διαγωνισμού είναι ελεύθερο, όμως οι συμμετέχοντες θα πρέπει να συμπεριλάβουν στην πλοκή του διηγήματός τους έντεκα συγκεκριμένες αινιγματικές λέξεις, όπως αυτές αναγράφονται στον δικτυακό τόπο http://logotexnis.artspot.gr

Έκταση των κειμένων: Τα διηγήματα δεν θα πρέπει να ξεπερνούν σε έκταση τις 1.000 λέξεις.

Οι Νικητές: Τα 20 πρώτα διηγήματα του διαγωνισμού θα εκδοθούν σε βιβλίο από τις Εκδόσεις Καλέντη. Στους 6 πρώτους νικητές του διαγωνισμού θα απονεμηθεί τιμητικό δίπλωμα. Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού θα γίνει σε ειδική τιμητική εκδήλωση βράβευσης.

Αναλυτικές πληροφορίες για τους όρους συμμετοχής του Διαγωνισμού Διηγήματος «ΛόγωΤέχνης» είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο http://logotexnis.artspot.gr  στη σελίδα http://www.facebook.com/logotexnis και στο email contest@artspot.gr.

Χορηγοί Επικοινωνίας του διαγωνισμού είναι η ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή (www.kathimerini.gr), η διαδικτυακή πύλη Pathfinder (www.pathfinder.gr), ο οδηγός πολιτισμού και αστικής ζωής Monopoli (www.monopoli.gr), η διαδικτυακή πύλη για το βιβλίο BOOK PRESS (www.bookpress.gr), το πολιτιστικό περιοδικό ΝΤΟΥέΝΤΕ (www.duendemagazine.gr) και το περιοδικό τέχνης Art Magazine (www.artmag.gr).

Υποστηρικτές του διαγωνισμού είναι οι Εκδόσεις Καλέντη (www.kalendis.gr), η ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK (www.openbook.gr), η δικτυακή κοινότητα καλλιτεχνών ARTSPOT (www.artspot.gr) και η εταιρεία υπηρεσιών διαδικτύου Lollypop (www.lollypop.gr). 

24/7/12

Οι αρχάγγελοι δεν παίζουν φλίπερ του Ντάριο Φο

 


Ο Ντάριο Φο (1926— ) είναι ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς θεατρικούς συγγραφείς στον κόσμο, επίσης ευθυμογράφος, ηθοποιός, θεατρικός σκηνοθέτης και συνθέτης. Πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997. Χρησιμοποιεί τεχνικές της κομέντια ντε λ' άρτε και συνεργάζεται στενά με τη σύζυγό του, Φράνκα Ράμα. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι τα παρακάτω: "Δεν Πληρώνω! Δεν Πληρώνω!", "Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού", "Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ",  "Η Μαριχουάνα της Μαμάς Είναι πιο Γλυκιά" κ.α.

















Οι Αρχάγγελοι δεν παίζουν φλίπερ αποτελεί μία από τις πιο ευανάγνωστες και ευχάριστες φαρσοκωμωδίες. Ο Ντάριο Φο ασκεί μια δριμύτατη κριτική στην απρόσωπη γραφειοκρατία και στους μηχανισμούς που την αναπαράγουν. Ο γραφειοκράτης δεν επιβεβαιώνει αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, η πραγματικότητα δεν είναι άλλη από αυτή που υπάρχει στα δημόσια έγγραφα, ακόμα κι αν το περιεχόμενό τους αντιβαίνει στην κοινή λογική.

Επιπλέον, ασκείται κριτική στην ελαφρότητα με την οποία μερικοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν τους γύρω τους, ακόμα και τους φίλους τους. Μία αντροπαρέα σκαρφίζεται ένα σωρό πονηρές ιδέες για να ξεγελάσει αθώους, ανυποψίαστους πολίτες, ακόμα και τον ψηλό φίλο της παρέας, με μοναδικό σκοπό να "σπάσει πλάκα" σε βάρος των άλλων χωρίς ηθικούς φραγμούς και χωρίς να αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων τους. Η αλήθεια συγχέεται με το ψέμα, η πραγματικότητα  με το όνειρο, καθώς επίσης,  υπουργοί, διευθυντές, επιθεωρητές, αστυφύλακες, δημόσιοι υπάλληλοι, δήμαρχοι, καθολικοί κι ορθόδοξοι παπάδες , ζαχαροπλάστες, πόρνες αλλάζουν κι ανταλλάζουν ρόλους με τέτοιο τρόπο που η ζωή φαντάζει  σα μία ατελείωτη φάρσα.

Είναι μια απίστευτα διασκεδαστική και διδακτική κωμωδία που θ'αγαπήσουν πάρα πολύ οι λάτρεις του θεάτρου, αλλά κι οι φίλοι της ανάγνωσης. Για άλλη μια φορά , ο Ντάριο Φο αποτυπώνει την καθημερινή πραγματικότητα με εκπληκτικό χιούμορ και καυτηριάζει με απόλυτο τρόπο το κατεστημένο, διατηρώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο από την αρχή μέχρι το τέλος.

Μη χάνετε χρόνο, ξεκινήστε αμέσως να διαβάζετε αυτό το υπέροχο θεατρικό έργο του Ντάριο Φο... γιατί οι αρχάγγελοι δεν παίζουν φλίπερ!

Σύνδεσμοι:

14/7/12

Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή της Έλλης Αλεξίου



 


Ο κόσμος των παιδιών συνήθως είναι παραμυθένιος και μαγικός, με νεράιδες και δράκους, άλυτα μυστήρια και μυστικούς κήπους. Όμως, η Έλλη Αλεξίου συνθέτει μια σειρά διηγημάτων με μεγάλη λογοτεχνική αξία για να καταγγείλει έναν κόσμο αδικιών και εξαθλίωσης, στον οποίο ζούνε τα περισσότερα παιδιά καταβάλλοντας σκληρούς αγώνες για  μικρή ζωή.

Αυτά τα παιδιά είναι τα παιδιά του πολέμου και της φτώχειας, μιας κακιάς μοίρας που δεν τους επιτρέπει να επαναστατήσουν και να την ανατρέψουν. Είναι τα παιδιά της κοινωνικής ανισότητας, του πόνου και της εγκατάλειψης. Είναι παιδιά βιοπαλαιστών που αγωνίζονται για ένα κομμάτι ψωμί. Είναι γερασμένα παιδιά που έχουν χάσει την αθωότητά τους πριν καλά-καλά χαρούνε το ξέγνοιαστο παιχνίδι.

Αυτά τα παιδιά έχουν ονόματα και για το καθένα αντιστοιχεί και μια ιστορία. Είναι ο Φραντζέσκος, η Βαγγελίτσα, η Θοδώρα, η Γιαννούλα , η Φρόσω , ο Δημητράκης, η Αννίτσα και πολλοί άλλοί μικροί αγωνιστές-σύμβολα που γνώρισαν τον κόσμο της ταπείνωσης και της δυστυχίας από τα γεννοφάσκια τους. Η Έλλη Αλεξίου με τον ποιητικό ρεαλιστικό ύφος της προβαίνει σε μια κοινωνική καταγγελία για τις συνθήκες εξαθλίωσης κάτω από τις οποίες ζουν μερικά παιδιά. Αποτυπώνει με περίσσια μαεστρία τον παιδικό ψυχισμό και για άλλη μια φορά το κάθε διήγημά της αποτελεί ένα παιδαγωγικό παράδειγμα για κάθε εκπαιδευτικό. 

Πηγές: 

Γ' Χριστιανικό Παρθεναγωγείο της Έλλης Αλεξίου



Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε το 1894 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Ηρακλείου και για έξι χρόνια υπηρέτησε ως δασκάλα στο Γ' Χριστιανικό Παρθεναγωγείο και στη "Στέγη Μικρών Αδελφών". Το 1920 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά το γάμο της με το Βασίλη Δασκαλάκη. Ακολούθησε σπουδές Παιδαγωγικών και Φιλολογίας, όπου και διορίστηκε καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης διδάσκοντας 19 χρόνια. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση (ΕΑΜ Λογοτεχνών). Το 1945 μετέβη για σπουδές στη Σορβόνη, απ΄ όπου έλαβε δίπλωμα φωνητικής και γαλλικής, ενώ παράλληλα δίδασκε σε σχολεία της ελληνικής παροικίαςαλλά της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Από το 1949 μέχρι το 1962 διορίστηκε εκπαιδευτικός σύμβουλος για τα ελληνικά σχολεία σοσιαλιστικών χωρών. Μετά από αναγκαστική προσφυγιά, λόγω των επανειλημμένων διώξεων που υπέστη από την ανάμιξή της σε προοδευτικά κινήματα, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1962. Αργότερα όμως συνελήφθη και το 1965 βρέθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Στη συνέχεια ελευθερώθηκε και μετέβη στη Ρουμανία ως το 1966, οπότε και επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Με την επιστροφή της συνελήφθη με βάση βούλευμα εναντίον της που είχε εκδοθεί το 1952, δικάστηκε και απαλλάχθηκε. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό της, στις το 1988, αφιοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Τα έργα της διακρίνονται για τον έντονο ρεαλισμό του ύφους με μία ποιητική διάθεση, καθώς επίσης για τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό τους.
 
Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα και ένα παιδαγωγικό ντοκουμέντο που θα μπορούσε να βοηθήσει τους νέους εκπαιδευτικούς να συνειδητοποιήσουν το καταλυτικό ρόλο που διαδραματίζουν στη ζωή των μαθητών και μαθητριών τους. Η Έλλη Αλεξίου ως αριστούχα μαθήτρια στο Διδασκαλείο Ηρακλείου , διορίζεται δασκάλα στο Γ΄ Χριστιανικό Παρθεναγωγείο της πόλης. Δεν είναι παρά ένα ψωροσκολειό, όπως το αποκαλούν οι περίοικοι. Θα μοιραστεί τα 120 μαθήτριες της Α΄ τάξης με μία έμπειρη , αυταρχική δασκάλα  που ξέρει να διαλέγει τα φρόνιμα και έξυπνα παιδιά, αφήνοντας στη νέα δασκάλα όλα τ'αφρόντιστα και κακορίζικα κοριτσάκια. Έτσι, η κεντρική ηρωίδα βρίσκεται σε μία μικρή ζούγλα , όπου θα πρέπει να επιβάλει την τάξη και έχει ηθικό χρέος να καταφέρει να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις και τους στοιχειώδεις κανόνες καλής συμπεριφοράς στα μικρά αγριμάκια που προέρχονται από μία οικονομικά και κοινωνικά εξαθλιωμένη συνοικία. 

Η νέα δασκάλα καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες να εφαρμόσει όσα διδάχτηκε στο Διδασκαλείο, αλλά μάταια. Οι άθλιες υλικές συνθηκες, το ετοιμόρροπο κτίριο, η έλλειψη υλικοτεχνικών υποδομών και διδακτικών μέσων,  αλλά επίσης η φτώχεια των μαθητριών της, δεν της επιτρέπουν διεκπεραιώσει τα εκπαιδευτικά καθήκοντα της σύμφωνα με τα όσα διδάχτηκε. Παρ' όλα αυτά, αγαπάει όλα της τα παιδιά, τα συμπονά και πασχίζει να μάθει σε όλα ανεξαιρέτως γράμματα ανάλογα με τις ανάγκες τους. Τα παιδιά την αγαπούν. Μάλιστα μερικές μαθήτριες φεύγουν σιγά-σιγά από την τάξη της παλιάς δασκάλας για να παρακολουθήσουν το μάθημα της Έλλης Αλεξίου που δεν ασκεί ποτέ βία πάνω τους. Γι'αυτό το λόγο προκαλείται ένα έντονο επεισόδιο μεταξύ των δύο δασκάλων και με τη διευθύντρια σε  ρόλο-διαπραγματευτή να νουθετεί την Έλλη Αλεξίου. Η τελευταία αποκαλύπτει ότι η διευθύντρια αποτελεί ένα άβουλο, απρόσωπο εκτελεστικό όργανο του Υπουργείου Παιδείας ,αντιμετωπίζοντας το σχολείο σα μέρος μιας γραφειοκρατικής διαδικασίας, και όχι ως ένα αυτόνομο ζωντανό οργανισμό με τις δικές του ανάγκες και προϋποθέσεις ώστε να λειτουργήσει ομαλά.

Προσπαθεί να εισάγει νέους τρόπους διδασκαλίας στο μάθημά της, όπως τη διήγηση ενός παραμυθιού , αλλά και τις εκπαιδευτικές εκδρομές για έρθει κοντά στα παιδιά ώστε και αυτά να αγαπήσουν το σχολείο. Οι συναδέλφισσές της την αντιμετωπίζουν με καχυποψία και επιφυλακτικότητα, εκτός από μία, που διατηρεί την ψυχραιμία της  και την αγάπη της για τη διδασκαλία. Μία μέρα μάλιστα, ο Επιθεωρήτης παρακολουθεί το μάθημά της ,  τη συγχαίρει που δεν αποθαρρύνει τα παιδιά και ενθουσιασμένος, της υπόσχεται ευνοϊκή μετάθεση σε ένα καλύτερο σχολείο , όπου πηγαίνουν παιδιά ευγενικής καταγωγής.

Στο Γ' Χριστιανικό Παρθεναγωγείο, η Έλλη Αλεξίου αποτυπώνει με παραστατικό τρόπο την κοινωνική πρόελευση των μαθητριών της, των οποίων οι οικογένειες συχνά ζούνε κάτω από άθλιες συνθήκες με αποτέλεσμα ακόμα και οι άριστες μαθήτριες να αναγκάζονται να υποτάσσονται στη "μοίρα" της κοινωνικής/ταξικής προέλευσής τους. Η νέα δασκάλα δε διεκπεραίωνει απλώς ένα καθήκον, αλλά ενδιαφέρεται πραγματικά για κάθε μαθήτριά της ξεχωριστά, αλλά και για την οικογένειά της. Είναι ανθρώπινη, συμπονετική και αλληλέγγυα σε όποιον τη χρειάζεται. Από την υπερκόπωση,όμως,  παθαίνει κρίσεις πανικού και της κόβεται η ανάσα ακόμα και μέσα στην τάξη, ενώ αναζητάει τρόπους ώστε αυτό να μην αποκαλυφθεί στις μαθήτριες της.

Η Έλλη Αλεξίου αποτελεί μια δασκάλα-πρότυπο με απίστευτο ψυχικό σθένος και δασκαλικό ήθος. Έχει γράψει ένα βιβλίο με μεγάλη λογοτεχνική αξία που αξίζει να διαβαστεί απ'όσους ονειρεύονται ή επιδιώκουν να ασχοληθούν με τη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο και τους μαθητές, αποτελεί ένα βιβλίο-έμπνευση και υπενθυμίζει ποιο είναι το ηθικό χρέος κάθε εκπαιδευτικού προς κάθε παιδί ξεχωριστά, όχι μόνο να του μεταδίδει γνώσεις και να το εμπνέει ώστε να αποκτήσει πλούσια παιδεία και κατάλληλη εκπαίδευση για να εξασκήσει ένα επάγγελμα, αλλά πάνω απ'όλα να διεκδικήσει ένα καλύτερο σχολείο ισότητας και αλληλεγγύης, αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για όλους τους μαθητές και για όλες τις μαθήτριες, καθώς τέλος καλύτερη ποιότητα εκπαίδευσης και συνεχή δωρεάν κατάρτισή του. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι ένα εκτελεστικό όργανο  μιας απρόσωπης Δημόσιας Υπηρεσίας, είναι εκείνος που διεκδικεί με κάθε τρόπο μια καλύτερη ζωή για όλα τα παιδιά.

Πηγές: 
 

Το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη

 



O Hλίας Βενέζης , ψευδώνυμου του Ηλία Μέλλου, 1904 Αϊβαλί-1973 Αθήνα, ήταν έλληνας συγγραφέας, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έγινε γνωστός για τα μυθιστορήματά του Αιολική Γη, Το νούμερο 31328 και το θεατρικό έργο Μπλοκ C. Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσεςτή , κάνοντας γνωστην ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό.

Τα πρώτα παιδικά χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί μέχρι τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Έπειτα επιστρέφει στη Μικρά Ασία , την οποία εγκατέλειψε η οικογένειά του το 1922. Ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε και στάλθηκε στα εργατικά τάγματα για 14 μήνες. Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη.

 Στη Μυτιλήνη εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και το 1932 πήρε τη μετάθεσή του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Διώχθηκε για τις πολιτικές του ιδέες από τον νόμο του "Ιδιωνύμου", από τη δικτατορία του Μεταξά,  και κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνελήφθη με την κατηγορία ότι σε συγκέντρωση του προσωπικού της Τράπεζας είχε μιλήσει για ελευθερία. Φυλακίστηκε στο "Μπλοκ C" των φυλακών Αβέρωφ και η εκτέλεσή του απετράπη έπειτα από αντιδράσεις του πνευματικού κόσμου.

Μετά τον πόλεμο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πνευματική ζωή της χώρας με επίσημες θέσεις όπως του Διευθύνοντος συμβούλου του Εθνικού Θεάτρου, Αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1957 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Παράλληλα το έργο του γνώριζε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα με συνεχείς επανεκδόσεις και στο εξωτερικό με πολλές μεταφράσεις.




Στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη, Το Νούμερο 31328, αποτυπώνονται με γλαφυρότητα και παραστατικότητα οι εμπειρίες ενός αιχμαλώτου στα εργατικά τάγματα στην Τουρκία.  Το Νούμερο 31328 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Στρατής Μυριβήλης.

Πρόκειται για ένα  μυθιστόρημα-διαμαρτυρία  κατά του πολέμου, κατά του εξευτελισμού της ανθρώπινης ζωής.   Ο Ηλίας Βενέζης με έντονο ρεαλισμό ηθογραφεί τους ανθρώπινους χαρακτήρες χωρίς να τους εξιδανικεύει, περιγράφει με γλαφυρότητα τις περιπλανήσεις των σκλάβων και την σωματική και ηθική εξαθλίωσή τους,  τα φρικτά εγκλήματα, τους βιασμούς και την επιβολή θέλησης των ισχυρών προς τους ανίσχυρους. Αποκαλύπτει την κοινή μοίρα των ανθρώπων ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής. Δεν κάνει διάκριση στον οίκτο του ανάμεσα στο βασανιστή και το βασανιζόμενο. Αντιμετωπίζει τον ομοεθνή και τον αλλοεθνή αντικειμενικά χωρίς μίσος. Καταγράφει με πιστότητα, αλλά και άλλοτε με πικρία και άλλοτε με σαρκασμό, όσα ζουν ο ίδιος και οι σύντροφοί του.
 
Ο αφηγητής είναι από τους ελάχιστους σκλάβους που κατόρθωσαν να επιζήσουν κάτω από μαρτυρικές συνθήκες. Ο ίδιος έχασε όλους τους αγαπημένους φίλους του. Είναι αυτόπτης μάρτυρας βιασμών, βασανιστηρίων και αλλεπάλληλων αδικιών. Παρ' όλα αυτά , ο αφηγητής δεν καταφέρεται με μίσος προς του εχθρούς και τους φίλους του, αλλά με μια πικρία, ειρωνεία και στωικότητα αντιμετωπίζει την στυγνή πραγματικότητα που βιώνει. Μια υποφώσκουσα ελπίδα και μια σα φυσική ροπή προς τη ζωή κρατάει ζωντανό τον Ηλία Βενέζη και άλλους συντρόφους του.

Το νούμερο 31328 αποτελεί τη νέα ταυτότητα του αφηγητή. Είναι ένας αριθμός και αυτός ο αριθμός εντέλει θα είναι και η σωτηρία του. Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο, για μια κραυγή ενός ανθρώπου-αγωνιστή κατά του πολέμου και του ηθικού και σωματικού βιασμού κάθε ανθρώπου, υπέρ της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, της κάθε δίκαιης διεκδίκησης και της ελευθερίας, πράγμα το οποίο φάνηκε κι από τη μετέπειτα στάση ζωής του Ηλία Βενέζη.

Το προτεινόμενο βιβλίο αξίζει να διαβαστεί ως ένα ιστορικό ντοκουμέντο και μια ρποσωπική μαρτυρία. Ο αναγνώστης συναισθάνεται τον ηθικό και τον σωματικό πόνο των ανθρώπων που βιώνουν τη φρικαλεότητα του πολέμου. Προβληματίζεται έντονα και τείνει να συνειδητοποιήσει ότι η προσφυγιά και η μετανάστευση για ένα καλύτερο μέλλον είναι μια αναγκαίοτητα για κάθε άνθρωπο που κινείται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης κι από φυσική ροπή προς τη ζωή, σκαρφιζόμενος ο,τιδήποτε να εξασφαλίσει αρχικά την επιβίωσή του και σε δεύτερο στάδιο να βελτιώσει όσο το δυνατόν περισσσότερο τις συνθήκες διαβίωσής του.
 Αποσπάσματα:

 "Ακούμε μια στριγγιά γυναικεία κραυγή που ξεπετιέται από κει, στο βάθος. Χαστουκίζει για ένα γρήγορο λεπτό τον πικρόν αγέρα. Ύστερα μια άλλη κραυγή. Μα τούτη σβήνει απότομα από κάποιο χέρι που βούλωσε το στόμα που φώναζε. Οι στρατιώτες, φαίνεται νοιάζονταν να μη γίνει θόρυβος.
Οι σύντροφοι σηκώνουνται σιωπηλά, με προφύλαξη, και κινούνται προς το Ιερό, να δουν. Σηκώνουμαι κ’ εγώ και πάω κοντά, τοίχο τοίχο, κρυμμένος στο μισοσκόταδο.
Η γυναίκα βαστούσε τον άντρα της με τα δύο χέρια και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Το παιδάκι είναι ξαπλωμένο ανάμεσά τους. Δεν ξύπνησε ακόμα. Μια μπούκλα γεμάτη σκόνη έχει κολλήσει πάνω στο μέτωπο, πέφτει εκεί πλάι, στο κατεβασμένο βλέφαρο. Είναι τόσο ήρεμο - μια μπούκλα. Θα ονειρευόταν. Ο στρατιώτης τραβούσε τη γυναίκα, στην αρχή αδύνατα, ήθελε να είναι αβρός. Μα ολοένα δυνάμωνε, ολοένα, το τράβηγμα. Ανυπομονούσε. Τα μάτια του ήταν τεζαρισμένα απ’ την επιθυμία και, όπως η αντίσταση της γυναίκας συνεχιζόταν, μια γρήγορη λάμψη χίμηξε μέσα τους και τα’ άλειψε με φως.
- Γλιτώστε με!... Γλιτώστε με!...
Ο άντρας ακούει τη γυναίκα του. Έχει ένα χαμένο ύφος, η μιλιά είναι δεμένη μές στο στόμα του, αλυχτούσε να βγει. Δεν έβγαινε.
- Κ’ εσύ δε με σκοτώνεις! Του φώναζε η γυναίκα με απελπισμένη οργή. Δε με σκοτώνεις!...
Συγκινημένος, χαμένος, κατορθώνει τέλος να ικετέψει τους στρατιώτες:
- Λυπηθείτε μας!... Λυπηθείτε μας!...
Ανασηκώθηκε λίγο προς τα μπρος, έκαμε μια προσπάθεια να κρατηθεί σ’ αυτή τη στάση της αδέξιας γονυκλισίας.
Μια κλωτσιά στα πλευρά. Ο μεγάλος όγκος του έπεσε απότομα πίσω. Κ’ η γυναίκα έχασε την επαφή μαζί του. Έκαμε να πιαστεί κάπου, κι άρπαξε το ποδαράκι του παιδιού. Κι αυτό, που ξύπνησε, ξεφώνησε μαζί της:
- Μητερούλα!... Μητερούλα!...
Ένα μικρό διάστημα τη σέρναν. Έσερνε και το παιδάκι μαζί της. Ύστερα το παράτησε."

" Οι μαφαζάδες που μας φυλάνε είναι μεγάλες ηλικίες. Όλοι απ' τα βαθιά της Ανατολής, στον καιρό του πολέμου το 'χαν σκάσει στα βουνά. Το κουβέρνο τότες δεν μπορούσε να τους κυνηγήσει. Μα, τώρα που κάλμαρε το μέτωπο κι ο Έλληνας έφυγε, άνοιξαν τα παλιά κατάστιχα και τους μάζεψαν έναν έναν κι επειδή σε τέτοια ηλικία δεν ήταν πια βολετό να μάθουν να σκοτώνουν ανθρώπους πολιτισμένα, τους βάλαν βοηθητικούς να φυλάνε εμάς.
Στην αρχή τούς είπαν πως θα υπηρετήσουν τρεις μήνες. Οι μήνες γίναν έξι, γίναν εφτά, οχτώ, κι αυτοί ολοένα μέναν μαζί μας και ζυμώνουνταν.
Οι πιο πολλοί τους έχουν γενειάδα. Σιγά σιγά έπιασαν να 'ρχουνται τα βράδια στις παρέες μας. Ψάχνουν με τα δάχτυλα τα γένια τους και λεν, κοιτάζοντας με τ' αγαθά μάτια τους κάπου:
- Αχ, μεμλεκέτ!... (πατρίδα).
Μας λεν τον καημό τους, μας ρωτούν τι να κάμουν.
Δεν έχουμε πολύ κέφι γι' αυτές τις παρέες. Τους ακούμε σχεδόν ψυχρά – ανάμεσά τους κι ανάμεσά μας υπάρχει ο σκληρός τοίχος. Αυτοί δεν είναι που μας κρατούν δεμένους; Τους μισούμε – πρέπει. Κι αν καμιά φορά πιάνεις τον εαυτό σου αφηρημένο σα να 'χει ξεχάσει τον «τοίχο», δε χρειάζεται παρά μια σπίθα μυαλό. Φέρνεις πάλι τότες, ντροπιασμένος, τον κρύο οχτρό στο προσκήνιο.
                  ...................................................

 Έτσι με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχουνται πιο ταχτικά και κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανά μας. Και στην κουβέντα δε μας λεν πια «γεσήρ». Με τη βαριά ανατολίτικη φωνή τους το προφέρνουν γεμάτο θερμότητα και καλοσύνη:
- Αρκαντάς (σύντροφε).
Στις δουλειές που πάμε μήτε χτυπούν πια μήτε βλαστημούν. Σαν δεν είναι μπροστά κανένας ρωμιός τσαούς κάνουν πως δεν βλέπουν και μα α­φήνουν να καθόμαστε. Τουτουνούς τους τσαούς τους τρέμουν, γιατί τους σπιγουνεύουν άναντρα στους αξιωματικούς.
Το μεσημέρι, στο «παϊντός», ξαπλώνουμε μαζί κάτω απ' τον αψύ ήλιο και τρώμε το ψωμί μας. Μιλούμε φιλικά, κι έτσι πολλές φορές περνά η προσδιορισμένη ώρα για ανάπαυση. Τότες αυτοί, φοβισμένοι, μας σηκώνουν ήμερα ήμερα, σα να μας παρακαλούν:
- Άιντε, συντρόφοι, σηκωθήτε.
Σηκωνόμαστε με βαριά καρδιά να ξαναπιάσουμε δουλειά. Κι αυτοί, σα να φοβούνται μη βαρυγκομούμε μαζί τους, μας χτυπούν στον ώμο φιλικά:
- Τι να κάμουμε, αρκαντάς; Ο θεός να μας λυπηθεί, κι εσάς κι εμάς. Να μας λυπηθεί. «Κι εσάς κι εμάς». Το λεν πια σχεδόν μόνιμα. Άρχισαν να μη μπορούν να ξεχωρίζουν τις δυο μοίρες, τη δική τους και τη δικήμας. Τρέμουν τους αξιωματικούς τους και τους τσαουσάδες τους δικούςμας. Αυτούς τους ίδιους μισού με κι εμείς. Ικετεύουν για το «μεμλεκέτ», έ­να καλύβι κάπου. Κι εμείς.
Λοιπόν;
  
Όλοι τους είναι φουκαράδες. Μα πολύ. Δεν τους δίνουν τίποτα για χαρτζιλίκι. Φαίνεται τους κλέβουν οι αξιωματικοί. Υποφέρνουν απ' όλες τις στερήσεις, ακόμα κι απ' τον καπνό. Εμείς μαζεύουμε αποτσίγαρα λεύτερα – αυτοί, όσο να 'ναι, διστάζουν. Δε θέλουν να ταπεινωθούν τόσο. Μα, άμα δεν τους βλέπουμε...
Οι δικοί μας, όσοι δουλεύοντας στους χωριάτες οικονομούμε τίποτε πεντάγροσα, τα κάνουν πάντα καπνό. Μας κερνούν. Ο μαφαζάς βλέπει. Το φιτίλι περνά και σ' αυτόν. Τυλίγει το τσιγάρο, δίνει πίσω το φιτίλι. Το κεφάλι χαμηλά. Το τσακμάκι. Ανάβει. Τότες μονάχα, μαζί με την πρώτη ρουφηξιά, τα μάτια σηκώνουνται. Δε λέει τίποτα.
Α, είναι μεγάλο πράμα δυο μάτια που ακινητούν έτσι...
  
Ώρες ώρες αποτραβιούνται μονάχοι τους σε μια γωνιά. Κοιτάζουν στο βάθος κι αρχίζουν τραγούδια της πατρίδας τους. Τους έχουν μάθει ένα πολεμικό θούριο: «Ανγκαρανίν τασινά μπακ...» Οι γεροί, ρωμαλέοι τόνοι αδυνατίζουν στα χείλια τους, μερώνουν. Κι έτσι που τους τραγουδούν παίρνουν κάτι σαν από μοιρολόι:
 
Κοίτα κατά το βράχο της Άγκυρας,
κοίτα τα δακρυσμένα μάτια μας..."
  
Πηγές:  

 

13/7/12

#TWEET_STORIES: Λογοτεχνία σε 140 χαρακτήρες

Σας παρουσιάζω τη συλλογή 371 μικροδιηγημάτων, στην οποία έχω τη τιμή να συμμετέχω! Η εκπληκτική ιδέα για τα νανοδιηγήματα, καθένα από τα οποία έχουν μέγεθος 140 χαρακτήρων (όσο ένα tweet δηλαδή), και η όλη οργάνωση έγινε από τον συγγραφέα Γιάννη Φαρσάρη. Κατεβάστε δωρεάν το pdf αρχείο εδώ:

www.openbook.gr/2012/03/tweet-stories.html

 

5/7/12

"Εκεί που ζουν οι Τίγρεις"


 "Εκεί που ζουν οι Τίγρεις"  του jean -Marie Blas de Robles. Ένα βιβλίο το οποίο θα το πρότεινα ανεπιφύλακτα σε όσους αρέσει να διαβάζουν βιβλία που εμπλέκουν διαφορετικές εποχές και χαρακτήρες. Ο Ήρωας του βιβλίου Ελεαζάρ που στην πραγματικότητα είναι απλά ο συνδετικός κρίκος των πραγματικών Ηρώων της ιστορίας εργάζεται ως ανταποκριτής ειδησεογραφικού πρακτορείου στην Αλκαντάρα της Βραζιλίας. Η γυναίκα του Ελάινε τον έχει εγκαταλείψει και συμμετέχει σε μία επιστημονική αποστολή στη Ζούγκλα. Η κόρη του Μοέμα είναι φοιτήτρια και παραδομένη στη χρήση ουσιών με μπερδεμένη σεξουαλικότητα, και βέβαια ο Κίρχερ η βιογραφία του οποίου παρουσιάζεται από τον πιστό μαθητή του Κασπάρ Σοτ και  αγαπημένο μου χαρακτήρα . Ένα φοβερά ενδιαφέρον βιβλίο με ιδιαίτερες ανατροπές, με αποκορύφωμα τον θλιβερό επίλογο.
   Κλείνοντας και το τελευταίο κεφάλαιο πραγματικά είχα τη γεύση του ανικανοποίητου και θεωρούσα ότι έμειναν πολλά ερωτηματικά , κάνοντας μια δεύτερη σκέψη αντιλήφθηκα ότι δεν θα μπορούσε να τελειώσει διαφορετικά , οτιδήποτε άλλο θα ευτέλιζε τους χαρακτήρες.
    Έχει δημοσιευθεί και στο Irenem !

2/7/12

Ελπίδα Στρατηγάκη ... and the beat goes on!

Τη Τρίτη 19 Ιουνίου το Βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης σε συνεργασία με τις εκδόσεις NovelBooks έκαναν στην παρουσίαση του βιβλίου της Ελπίδας Στρατηγάκη 'Τέσσερις ζωές …and the beat goes on'. Για το βιβλίο μίλησε με εκπλητικά λόγια ο συγγραφέας Νικόλας Σμυρνάκης, ο οποίος δημοσίευσε το κείμενο της παρουσίασής του στο ιστολόγιο Island of Man.

Από αριστερά: Νικόλας Σμυρνάκης (συγγραφέας),
Ελπίδα Στρατηγάκη (συγγραφέας), Πάνος Ιωαννίδης (ηθοποιός)

Eίχα κι εγώ τη χαρά να γνωρίσω την Ελπίδα στη συνάντηση αυτή και να αγοράσω υπογεγραμμένο αντίγραφο του βιβλίου. Σκοπεύω να αρχίσω την ανάγνωση σύντομα και να μοιραστώ εδώ εντυπώσεις. Βάσει της συνομιλίας που είχα με τη συγγραφέα και τον εγκωμιαστικό πρόλογο του Νικόλα, πιστεύω ότι η ιστορία θα ταξιδέψει πολλούς αναγνώστες· πόσο μάλλον τις γυναίκες του αναγνωστικού κοινού, οι οποίες μπορεί να σχηματίζουν φιλία μεταξύ τους με μεγαλύτερη δυσκολία σε αντίθεση με το άλλο φύλο, αλλά εφόσον συνδεθούν πραγματικά, η σχέση είναι απλά μαγική.

Η ιστορία με λίγα λόγια: Τέσσερις νέες γυναίκες ψάχνουν, γεύονται και βιώνουν με όλο τους το είναι τα τελευταία τριάντα χρόνια πριν από την ανατολή του 21ου αιώνα. Στην Αθήνα, το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, τη μακρινή Ινδία...