Κυκλοφορώ στο μετρό με τους Ανώνυμους χρεοκοπημένους του Χριστόφορου Κάσδαγλη (Εκδ. Καστανιώτης).
Ένα ξεχωριστό εγχειρίδιο της κρίσης,
που απευθύνεται σε… ξένους αναγνώστες προκειμένου να κατανοήσουν τα όσα
συμβαίνουν σήμερα στη χώρα μας. Λόγος απολαυστικός, σατιρικός, ενίοτε
πικρός, αλλά με ειλικρίνεια που αφοπλίζει. Τα κομμάτια με το Ημερολόγιο
ενός ανέργου είναι πραγματικά συγκλονιστικά και περιγράφουν την
πραγματικότητα που ζουν 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι σήμερα στη χώρα μας.
«…Πάνω απ’ όλα ανεργία είναι να επιστρέφει το παιδί σου από το σχολείο,
να σε βρίσκει στο σπίτι και να σε κοιτάει με μάτια γεμάτα απορία. Μήπως
είσαι άρρωστος; Όχι, δεν είσαι άρρωστος…». Μακάρι να μπορούσα να σας
μεταφέρω όλο το κλίμα του βιβλίου. Συμφωνείς ή διαφωνείς με κάποιες από
τις θέσεις του συγγραφέα, είναι σίγουρο πως εδώ θα βρεις, με ανάγλυφο
τρόπο και συγκεντρωμένα, όλα αυτά που μας τρώνε τούτο τον καιρό.
Θα
με πείτε μαζοχιστή! Δεν ξέρω αν είναι η άνοδος της Χρυσής Αυγής που μου
έφερε ανατριχίλες με όλη αυτή τη ναζιστική συμμορία που εμφανίστηκε,
ξαφνικά, μπροστά στα μάτια μας. Μιλούσαμε για «αβγό του φιδιού», μα το
φίδι είναι ήδη εδώ! Εκκολάφθηκε στη φωλιά της ακροδεξιάς, από όλους
αυτούς που επένδυσαν στο φόβο και το ρατσισμό… Διαβάζω το Μαουτχάουζεν
του Ιάκωβου Καμπανέλλη (Εκδ. Κέδρος) και συγκλονίζομαι.
Είχα να το πιάσω στα χέρια μου από τα χρόνια της εφηβείας. Ακούω και τη μουσική του
Θεοδωράκη. Είναι δυνατόν; Σκέφτομαι… Μήπως θα έπρεπε να διδάσκεται στα
σχολεία μας; Η μνήμη θα νικούσε τη λήθη; Εμείς οι ίδιοι τι θυμόμαστε;
Μήπως έχουμε κι εμείς λειανθεί από ένα ποτάμι παραπληροφόρησης που
περνάει από πάνω μας; Παράλληλα βλέπω, ξαναδιαβάζοντας, πως δεν είναι
ένα απλό μυθιστόρημα καταγγελίας. Περιέχει μια απίστευτη ανθρωπιά. Είναι
ένα λογοτεχνικό επίτευγμα. Δεν είναι πάντα εύκολο να διαβάζεις. Νιώθεις
την ανάγκη να κλείσεις το βιβλίο και να αποστρέψεις το πρόσωπο. Και
μετά διαβάζεις για τον έρωτα του Πολωνού αιχμάλωτου με τη γυναίκα ενός
στελέχους του στρατοπέδου… Τη φρίκη της εκδίκησης… Και πως η ζοφερή
ιστορία δίνει κουράγιο στους έγκλειστους. Στους μελλοθάνατους… Και την
ιστορία του Αντώνη που το τραγούδι στη μουσική του Μίκη, την έκανε
αθάνατη. Εκεί, στο «λατομείο των θρήνων», η απίστευτη αλληλεγγύη. Ο
τεράστιος βράχος που κουβαλά για να σώσει το σύντροφό του. Η
αλληλεγγύη. Βιβλίο για να το ξαναδιαβάσουμε και να το μοιραστούμε…
Μέσα
σε όλα αυτά τα ζοφερά, να κι ένα πλατύ χαμόγελο που μετατρέπεται σε12
ιστορίες που ονειρεύονται να γίνουν παραμύθια του Πέτρου Κουμπλή (Εκδ.
Άνεμος).
Το χαμόγελο ενός κοριτσιού από τη Μονροβία της Λιβερίας, που
κρατά στο χέρι του ένα σαλιγκάρι. Η φαντασία του συγγραφέα αρχίζει από
εκεί αν ξετυλίγει το νήμα και μας χαρίζει μερικές πολύ όμορφες ιστορίες.
Από τις εξομολογήσεις μιας ηρωικής βίδας, μέχρι τον πελαργό που
αρνείται να αφήσει το μωρό, το σαλιγκάρι που αποφασίζει να κάνει το γύρο
του κόσμου, το ποδήλατο που σκουριάζει σε μια αποθήκη και αναζητά
σωτηρία και πολλά ακόμη που συνθέτουν έναν πολύχρωμο κόσμο. Ωστόσο, δεν
πρόκειται για μια απόδραση από την πραγματικότητα, αλλά για μια άλλη
οπτική. Άλλωστε, υπάρχουν μέσα στο βιβλίο και απολύτως ρεαλιστικές
ιστορίες, όπως αυτή με ένα οικόπεδο που δίνεται αντιπαροχή και η μνήμη
εξολοθρεύεται… Ένα βιβλίο που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα και με
ταξιδεύει σε άλλους κόσμους, καθώς ανεβοκατεβαίνω σκάλες και αλλάζω
συρμούς. Και σκέφτομαι τον Μπρεχτ: «Άλλαξε τον κόσμο, το έχει ανάγκη»!
Για
το τέλος αφήνω το βιβλίο με τα διηγήματα ενός παλιού καθηγητή μου. Του
Δημήτρη Πετσετίδη.
Το Εν Οίκω διαδραματίζεται σε δωμάτια σπιτιών και
ξενοδοχείων μεταφέροντας μας στην εποχή της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Στα χρόνια που ακολούθησαν. Παιδική ηλικία, εφηβεία, σε ιστορίες
χαμηλόφωνες και υπαινικτικές που καταφέρνουν να δημιουργήσουν κάθε φορά
ένα μοναδικό κλίμα, μια ατμόσφαιρα σαν αυτή της σκόνης που λαμπυρίζει
όταν μια ακτίνα φωτός μπαίνει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Οι περισσότερες
από τις ιστορίες διαδραματίζονται στη Λακωνία που βίωσε μερικές από τις
πιο αποτροπιαστικές στιγμές του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους… Δεν θα
βρείτε, πάντως, κηρύγματα και ρητορείες. Κι ας καρφώνονται σαν πρόκες οι
λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος…
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο
Δρόμο του Σαββάτου