Η Μαρία Πολυδούρη (1902-1930) , εκτός από τις ποιητικές συλλογές "Ηχώ στο χάος", " Οι τρίλιες που σβήνουν" και άλλα ανέκδοτα ποιήματα της , στο ποιητικό ενεργητικό της, συμπεριλαμβάνεται ένα ημιτελές , άτιτλο μυθιστόρημα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως προσχέδιο. Γράφτηκε το 1926 , ενώ η Μαρία Πολυδούρη παραθέριζε στη Φτέρη Αιγίου. Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει για Παρίσι και προσβάλλεται από φυματίωση. Αντίθετα από την ποίηση της στην οποία εξυμνεί τον έρωτα, το θάνατο και το ανεκπλήρωτο της φύσης ώστε να την κατατάσσουμε στο κίνημα του νεορομαντισμού, στο μυθιστόρημα της δίνει στοιχεία για το κλίμα και την νοοτροπία που επικρατεί εκείνη την εποχή , την οποία αντιμετωπίζει με σαρκασμό και κριτική στάση.
Το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος χωρίζεται σε δεκατέσσερα κεφάλαια, ενώ το δεύτερο είναι ενιαίο. Επίσης το πρώτο μέρος το συνθέτουν περίπου είκοσι χαρακτήρες . Η αφηγήτρια δίνει στοιχεία για τις ζωές αυτών των χαρακτήρων και τους αναλύει με ψυχογραφικό τρόπο. Για τη δική της ζωή δεν έχουμε σημαντικά στοιχεία. Η ζωή της περιστρέφεται γύρω από τις ζωές των άλλων , τους οποίους είτε συναναστρέφεται είτε όχι και δεν την επηρεάζουν ουσιαστικά. Συμμετέχει στη ζωή τους με υπολανθάνων τόπο, κυρίως μέσω κοινών γνωστών. Και οφείλουμε να θεωρήσουμε σημαντικό πως λαμβάνει θέση σε ζητήματα και ερωτήματα που προβληματίζουν τους χαρακτήρες αυτούς, π.χ. περί ηθικής, περί έρωτα και απιστίας.
Στο δεύτερο μέρος, ο βασικός και πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας είναι ο Λεωνίδας, ο οποίος γράφει ένα μυθιστόρημα , ενώ βρίσκεται στο Παρίσι και μόλις το εκδίδει, το αποστέλλει στον επιστήθιο φίλο του, Αιμίλιο, ο οποίος παραθερίζει με την αφηγήτρια στο Ακροβούνι. Έτσι μαζί το διαβάζουν και το σχολιάζουν. Αποσπάσματα αυτού του μυθιστορήματος δίνουν απαντήσεις και λύνουν το μυστήριο ορισμένων χαρακτήρων του πρώτου μέρους , μιας και χαρακτηρίζεται ως η αυτοβιογραφία του Λεωνίδα.
Πιο συγκεκριμένα, η αφηγήτρια αξιολογεί τις συμπεριφορές των κύριων χαρακτήρων του μυθιστορήματος και ασκεί κριτική στη στάση ζωής τους. Συχνά δίνει γενικούς ορισμούς για τους άντρες και τις γυναίκες. Από τη μια πλευρά, οι άντρες παρουσιάζονται ως ασυνεπείς με τον εαυτό τους. Δεν είναι παρά ένας σωρός ωραίες ιδέες, ελεύθερες, κι όμως οι πράξεις τους μένουν ανεξέλεγκτες. Είναι πάντα πρόθυμοι να εξιλεωθούν και να ξαναμαρτήσουν. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες προβάλλονται ως συνένοχες των αντρών που πρέπει να είναι πάντα άξιες της συμπάθειας τους και πέφτουν θύματα της γοητείας τους. Οι υπόλοιπες γυναίκες είναι αξιοκαταφρόνητες και μισητές , επειδή μηχανεύονται άνομα μέσα για να κατακτήσουν έναν άντρα. Σε αντιδιαστολή με τη μοιραία γυναίκα, η γυναίκα που ασχολείται αποκλειστικά με τα οικιακά εμφανίζεται ως υστερική, νευρική και υποχόνδρια, καθώς επίσης τη διακρίνει η ματαιοπονία. Η αξία της παραλληλίζεται με αυτή του κηφήνα.
Δεν αφήνει στο απυρόβλητο τους καλλιτέχνες, μερικούς από τους οποίους προβάλλονται ως κιτρινιάρικα παιδιά, ερωτευμένα με την τέχνη , αλλά ακόμα πιο πολύ με την κακοριζικιά τους, σαν να ήταν φορέας του ταλέντου τους. Επίσης, παρουσιάζονται δειλοί και στριμωγμένοι στη θέση τους, κρατώντας πεισματική σιωπή, δείγμα περιφρόνησης προς τους άλλους. τέλος, φαίνονται δήθεν και επιδεικνύουν τόλμη μόνο στα μοναχικά συναπαντήματα τους με τις γυναίκες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διαχωρισμός των χαρακτήρων σε πιθανές κοινωνικές τάξεις από ενός είδους βεμπεριανής προσέγγισης: στην εργατική, στη μικροαστική, στην αστική και σε αυτήν που αποτελείται από διανοούμενους και καλλιτέχνες. Οι βασικοί χαρακτήρες της εργατικής τάξης περιγράφονται ως αθώοι και αγνοί, καθώς επίσης τους διακρίνει η καλοσύνη, η αξιοπρέπεια και ο αλτρουισμός τους. Οι μικροαστοί, όσο και οι αστοί, προβάλλονται ως κυνικοί και εκκεντρικοί. Ενδιαφέρονται για καθημερινά και κοινότοπα ζητήματα. Λειτουργούν με βάση τα ένστικτα τους και τους διακρίνει έντονος φιλοτομαρισμός. Οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες, ίσως επειδή συνήθως παραπαίει στις δυο αυτές τάξεις, φανερώνονται ως αντιφατικοί χαρακτήρες που όμως έχουν τη συνείδηση της κατάστασης τους. Μέσα από ατέρμονες αμφιταλαντεύσεις προσπαθούν να ισορροπήσουν. Ο καθένας τους έχει μια ηθική, την οποία υπερβαίνει και υπακούει στα πάθη του. Συχνά στρέφονται στον εσωτερικό κόσμο τους και συγκρούονται με τον εαυτό τους. Τέλος, εκφράζουν προβληματισμούς για ζητήματα ηθικής.
Η Μαρία Πολυδούρη μέσα από το μυθιστόρημα αυτό ασκεί ιδιαίτερα έντονη κριτική στην εποχή , κατά τη διάρκεια της οποίας ζει και δημιουργεί, καθώς και στην ηθική που τη χαρακτηρίζει. Ενδιαφέρον είναι ότι οι ήρωες φαίνονται να διαχωρίζονται σε κοινωνικές τάξεις με ένα είδος βεμπεριανής άποψης,στην εργατική , στη μικροαστική, στην αστική και σε μια άλλη , αυτή των διανοούμενων και καλλιτεχνών. Οι κύριοι χαρακτήρες που εκπροσωπούν την εργατική τάξη
παρουσιάζονται αθώοι και αγνοί. Τους διακρίνει η καλοσύνη, η αξιοπρέπεια και ο αλτρουισμό τους. Οι μικροαστοί, όσο και οι αστοί, προβάλλονται ως κυνικοί και εγωκεντρικοί. Ενδιαφέρονται αποκλειστικά για καθημερινά και κοινότοπα ζητήματα. Λειτουργούν με βάση τα ένστικτά τους και τους διακρίνει ο φιλοτομαρισμός. Οι διανοούμενοι, ίσως επειδή παραπαίουν και στις δύο αυτές κοινωνικές τάξεις, φανερώνονται ως αντιφατικοί χαρακτήρες που όμως έχουν συνείδηση αυτής της κατάστασης. Μέσα από ατέρμονες αμφιταλαντεύσεις προσπαθούν να ισορροπήσουν. Ο καθένας έχει μια δική του ηθική που όμως συχνά την υπερβαίνει, υπακούοντας στα πάθη του. Δεν είναι καθόλου σπάνιο να στρέφονται προς τον εσωτερικό τους κόσμο και να συγκρούονται με τον ίδιο τους τον εαυτό με αποτέλεσμα να εκφράζουν προβληματισμούς για ηθικά ζητήματα.
Η Μαρία Πολυδούρη μέσα από το μυθιστόρημα της θίγει ένα ακόμα φλέγον ζήτημα , αυτό της κοινωνικής θέσης της γυναίκας που βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο εκείνην την εποχή. Από τη μία πλευρά, μερικές γυναίκες είναι προσκολλημένες στον οικιακό τους χώρο και δεν συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική ζωή. Λειτουργούν σα διακοσμητικά στοιχεία και ασχολούνται με εξαιρετική επιτήδευση με την εμφάνισή τους στοχεύοντας σε ένα επιτυχημένο-πλούσιο γάμο. Συγχρόνως πραγματοποιείται η έξοδος των γυναικών της αστικής τάξης από τον οικιακό τους χώρο , οι οποίες απασχολούνται με τη φιλανθρωπία ανήκοντας σε φιλόπτωχα σωματεία και θρησκευτικούς συλλόγους. Τους ασκείται έντονη κριτική για την υποκριτική τους στάση και την ασυνέπεια προς τις πεποιθήσεις τους. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες χειραφετούνται σταδιακά, σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο, εργάζονται σε δημόσιες υπηρεσίες ή ακόμα επιλέγουν και το σύντροφό της. Συχνάζουν σε καφενεία, όπου συγκεντρώνονται ποιητές και στοχαστές για να συζητήσουν τους προβληματισμούς τους και να απαγγείλουν ποιήματα.
Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί την πρώτη και την τελευταία απόπειρα της Μαρίας Πολυδούρη. Εκτός από την καυστική κριτική στα κακώς κείμενα της εποχής και τη γλαφυρή περιγραφή των ηθών και των εθίμων, είναι ένα ευχάριστο και ενδιαφέρον ανάγνωσμα, επειδή εντοπίζονται κοινά στοιχεία με την πραγματική ζωή της συγγραφέα και των οικείων προσώπων της. Το μυθιστόρημα αυτό, λοιπόν, είναι εμπλουτισμένο με αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως συμπεραίνεται από μία προσεκτική ανάγνωση του προσωπικού ημερολογίου της. Απ' ό,τι φαίνεται, κάθε συγγραφέας εμπεριέχεται στους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες του , από τους πιο ευχάριστους μέχρι και τους πιο δυσάρεστους.
Απόσπασμα από τη σεμιναριακή εργασία "Το Μυθιστόρημα της Μαρίας Πολυδούρη", επιβλέπουσα καθηγήτρια, Χριστίνα Ντουνιά, 2004
Χρήσιμοι σύνδεσμοι:
Το Μυθιστόρημα: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/maria_polydoyrh/
Το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος χωρίζεται σε δεκατέσσερα κεφάλαια, ενώ το δεύτερο είναι ενιαίο. Επίσης το πρώτο μέρος το συνθέτουν περίπου είκοσι χαρακτήρες . Η αφηγήτρια δίνει στοιχεία για τις ζωές αυτών των χαρακτήρων και τους αναλύει με ψυχογραφικό τρόπο. Για τη δική της ζωή δεν έχουμε σημαντικά στοιχεία. Η ζωή της περιστρέφεται γύρω από τις ζωές των άλλων , τους οποίους είτε συναναστρέφεται είτε όχι και δεν την επηρεάζουν ουσιαστικά. Συμμετέχει στη ζωή τους με υπολανθάνων τόπο, κυρίως μέσω κοινών γνωστών. Και οφείλουμε να θεωρήσουμε σημαντικό πως λαμβάνει θέση σε ζητήματα και ερωτήματα που προβληματίζουν τους χαρακτήρες αυτούς, π.χ. περί ηθικής, περί έρωτα και απιστίας.
Στο δεύτερο μέρος, ο βασικός και πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας είναι ο Λεωνίδας, ο οποίος γράφει ένα μυθιστόρημα , ενώ βρίσκεται στο Παρίσι και μόλις το εκδίδει, το αποστέλλει στον επιστήθιο φίλο του, Αιμίλιο, ο οποίος παραθερίζει με την αφηγήτρια στο Ακροβούνι. Έτσι μαζί το διαβάζουν και το σχολιάζουν. Αποσπάσματα αυτού του μυθιστορήματος δίνουν απαντήσεις και λύνουν το μυστήριο ορισμένων χαρακτήρων του πρώτου μέρους , μιας και χαρακτηρίζεται ως η αυτοβιογραφία του Λεωνίδα.
Πιο συγκεκριμένα, η αφηγήτρια αξιολογεί τις συμπεριφορές των κύριων χαρακτήρων του μυθιστορήματος και ασκεί κριτική στη στάση ζωής τους. Συχνά δίνει γενικούς ορισμούς για τους άντρες και τις γυναίκες. Από τη μια πλευρά, οι άντρες παρουσιάζονται ως ασυνεπείς με τον εαυτό τους. Δεν είναι παρά ένας σωρός ωραίες ιδέες, ελεύθερες, κι όμως οι πράξεις τους μένουν ανεξέλεγκτες. Είναι πάντα πρόθυμοι να εξιλεωθούν και να ξαναμαρτήσουν. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες προβάλλονται ως συνένοχες των αντρών που πρέπει να είναι πάντα άξιες της συμπάθειας τους και πέφτουν θύματα της γοητείας τους. Οι υπόλοιπες γυναίκες είναι αξιοκαταφρόνητες και μισητές , επειδή μηχανεύονται άνομα μέσα για να κατακτήσουν έναν άντρα. Σε αντιδιαστολή με τη μοιραία γυναίκα, η γυναίκα που ασχολείται αποκλειστικά με τα οικιακά εμφανίζεται ως υστερική, νευρική και υποχόνδρια, καθώς επίσης τη διακρίνει η ματαιοπονία. Η αξία της παραλληλίζεται με αυτή του κηφήνα.
Δεν αφήνει στο απυρόβλητο τους καλλιτέχνες, μερικούς από τους οποίους προβάλλονται ως κιτρινιάρικα παιδιά, ερωτευμένα με την τέχνη , αλλά ακόμα πιο πολύ με την κακοριζικιά τους, σαν να ήταν φορέας του ταλέντου τους. Επίσης, παρουσιάζονται δειλοί και στριμωγμένοι στη θέση τους, κρατώντας πεισματική σιωπή, δείγμα περιφρόνησης προς τους άλλους. τέλος, φαίνονται δήθεν και επιδεικνύουν τόλμη μόνο στα μοναχικά συναπαντήματα τους με τις γυναίκες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διαχωρισμός των χαρακτήρων σε πιθανές κοινωνικές τάξεις από ενός είδους βεμπεριανής προσέγγισης: στην εργατική, στη μικροαστική, στην αστική και σε αυτήν που αποτελείται από διανοούμενους και καλλιτέχνες. Οι βασικοί χαρακτήρες της εργατικής τάξης περιγράφονται ως αθώοι και αγνοί, καθώς επίσης τους διακρίνει η καλοσύνη, η αξιοπρέπεια και ο αλτρουισμός τους. Οι μικροαστοί, όσο και οι αστοί, προβάλλονται ως κυνικοί και εκκεντρικοί. Ενδιαφέρονται για καθημερινά και κοινότοπα ζητήματα. Λειτουργούν με βάση τα ένστικτα τους και τους διακρίνει έντονος φιλοτομαρισμός. Οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες, ίσως επειδή συνήθως παραπαίει στις δυο αυτές τάξεις, φανερώνονται ως αντιφατικοί χαρακτήρες που όμως έχουν τη συνείδηση της κατάστασης τους. Μέσα από ατέρμονες αμφιταλαντεύσεις προσπαθούν να ισορροπήσουν. Ο καθένας τους έχει μια ηθική, την οποία υπερβαίνει και υπακούει στα πάθη του. Συχνά στρέφονται στον εσωτερικό κόσμο τους και συγκρούονται με τον εαυτό τους. Τέλος, εκφράζουν προβληματισμούς για ζητήματα ηθικής.
Η Μαρία Πολυδούρη μέσα από το μυθιστόρημα αυτό ασκεί ιδιαίτερα έντονη κριτική στην εποχή , κατά τη διάρκεια της οποίας ζει και δημιουργεί, καθώς και στην ηθική που τη χαρακτηρίζει. Ενδιαφέρον είναι ότι οι ήρωες φαίνονται να διαχωρίζονται σε κοινωνικές τάξεις με ένα είδος βεμπεριανής άποψης,στην εργατική , στη μικροαστική, στην αστική και σε μια άλλη , αυτή των διανοούμενων και καλλιτεχνών. Οι κύριοι χαρακτήρες που εκπροσωπούν την εργατική τάξη
παρουσιάζονται αθώοι και αγνοί. Τους διακρίνει η καλοσύνη, η αξιοπρέπεια και ο αλτρουισμό τους. Οι μικροαστοί, όσο και οι αστοί, προβάλλονται ως κυνικοί και εγωκεντρικοί. Ενδιαφέρονται αποκλειστικά για καθημερινά και κοινότοπα ζητήματα. Λειτουργούν με βάση τα ένστικτά τους και τους διακρίνει ο φιλοτομαρισμός. Οι διανοούμενοι, ίσως επειδή παραπαίουν και στις δύο αυτές κοινωνικές τάξεις, φανερώνονται ως αντιφατικοί χαρακτήρες που όμως έχουν συνείδηση αυτής της κατάστασης. Μέσα από ατέρμονες αμφιταλαντεύσεις προσπαθούν να ισορροπήσουν. Ο καθένας έχει μια δική του ηθική που όμως συχνά την υπερβαίνει, υπακούοντας στα πάθη του. Δεν είναι καθόλου σπάνιο να στρέφονται προς τον εσωτερικό τους κόσμο και να συγκρούονται με τον ίδιο τους τον εαυτό με αποτέλεσμα να εκφράζουν προβληματισμούς για ηθικά ζητήματα.
Η Μαρία Πολυδούρη μέσα από το μυθιστόρημα της θίγει ένα ακόμα φλέγον ζήτημα , αυτό της κοινωνικής θέσης της γυναίκας που βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο εκείνην την εποχή. Από τη μία πλευρά, μερικές γυναίκες είναι προσκολλημένες στον οικιακό τους χώρο και δεν συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική ζωή. Λειτουργούν σα διακοσμητικά στοιχεία και ασχολούνται με εξαιρετική επιτήδευση με την εμφάνισή τους στοχεύοντας σε ένα επιτυχημένο-πλούσιο γάμο. Συγχρόνως πραγματοποιείται η έξοδος των γυναικών της αστικής τάξης από τον οικιακό τους χώρο , οι οποίες απασχολούνται με τη φιλανθρωπία ανήκοντας σε φιλόπτωχα σωματεία και θρησκευτικούς συλλόγους. Τους ασκείται έντονη κριτική για την υποκριτική τους στάση και την ασυνέπεια προς τις πεποιθήσεις τους. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες χειραφετούνται σταδιακά, σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο, εργάζονται σε δημόσιες υπηρεσίες ή ακόμα επιλέγουν και το σύντροφό της. Συχνάζουν σε καφενεία, όπου συγκεντρώνονται ποιητές και στοχαστές για να συζητήσουν τους προβληματισμούς τους και να απαγγείλουν ποιήματα.
Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί την πρώτη και την τελευταία απόπειρα της Μαρίας Πολυδούρη. Εκτός από την καυστική κριτική στα κακώς κείμενα της εποχής και τη γλαφυρή περιγραφή των ηθών και των εθίμων, είναι ένα ευχάριστο και ενδιαφέρον ανάγνωσμα, επειδή εντοπίζονται κοινά στοιχεία με την πραγματική ζωή της συγγραφέα και των οικείων προσώπων της. Το μυθιστόρημα αυτό, λοιπόν, είναι εμπλουτισμένο με αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως συμπεραίνεται από μία προσεκτική ανάγνωση του προσωπικού ημερολογίου της. Απ' ό,τι φαίνεται, κάθε συγγραφέας εμπεριέχεται στους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες του , από τους πιο ευχάριστους μέχρι και τους πιο δυσάρεστους.
Απόσπασμα από τη σεμιναριακή εργασία "Το Μυθιστόρημα της Μαρίας Πολυδούρη", επιβλέπουσα καθηγήτρια, Χριστίνα Ντουνιά, 2004
Χρήσιμοι σύνδεσμοι:
Το Μυθιστόρημα: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/maria_polydoyrh/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου