Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Πολυδούρη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Πολυδούρη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13/4/15

Ξαναδιαβάζοντας Μαρία Πολυδούρη με τη Χριστίνα Ντουνιά

 
  
Η Χριστίνα Ντουνιά, καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ξαναδιαβάζει τη Μαρία Πολυδούρη και παραδίδει στο φιλοαναγνωστικό δύο σπουδαία βιβλία. Μετά από πολυετή έρευνα, τα δύο αυτά βιβλία συγκεντρώνουν όσα ποιήματα και πεζά έχουν -μέχρι σημερα- εντοπιστεί, καθώς επίσης περιέχουν μία μελέτη και σχολιασμό της Χριστίνας Ντουνιά. 
 

Η Μαρία Πολύδουρη (1902-1930) είναι δημοφιλής, κυρίως για τα ερωτικά της ποιήματα, σαν μία σύγχρονη Σαπφώ. Αυτό που λίγοι γνώριζαν μέχρι πρόσφατα, είναι ότι υπήρξε μία επίδοξη πεζογράφος. Το άτιτλο μυθιστόρημά της, το οποίο δημοσιεύτηκε χωρίς φιλολογικό σχολιασμό από τον Τάκη Μενδράκο το 1981, δεν ήταν ημιτελές σχεδίασμα ή ένα προσχέδιο. Η ίδια η Μαρία Πολυδούρη είχε παραδώσει το Ρομάντσο στον εκδότη Χ. Γανιάρη και περιμένε με αγωνία την απάντησή του. Από το Παρίσι, γράφει  σε έναν φίλο της τα εξής :


 Δεν ξέρω εάν εργάζεσαι ακόμα για λογαριασμό του Γανιάρη.Οπωσδήποτε αν δεν είσαστε τσακωμένοι μπορείς να μεσιτέψεις σε αυτόν για τη δουλειά μου.Το καλοκαίρι κάνοντας εξοχή έγραψα ένα ρομάντσο που εγώ, με όλη την ευσυνειδησία που με διακρίνει το βρίσκω πολύ καλό... (Ρομάντσο και άλλα πεζά, σελ. 239-240)


Τα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη αφήνουν στον αναγνώστη την εντύπωση ενός ημερολογίου λόγω του εξομολογητικού τόνου. Αντίστοιχα. οι σημειώσεις στο ημερολόγιό της χαρακτηρίζονται από λογοτεχνικότητα και ποιητικό λόγο. Η ποίησή της φαίνεται να είναι η καθημερινή της έκφραση. Δεν είναι είναι μία απλή ασχολία, είναι η ουσία της.


 Αποσπάσματα από Ημερολόγιό της (Ρομάντσο και άλλα πεζά, σελ.157-204) 
 

 1 Μαρτίου 1921

Του ήλιου οι ακτίνες καίνε πότε-πότε και μάς προειδοποιύνε ότι η Άνοιξη δεν αργεί. Το κρύο όμως εξακολουθεί. Κάτι νιώθω να ξεσκεπάζεται μέσα νου, κάτι κοιμισμένο, όχι πεθαμένο. Διαβολεμένες εικόνες υποδουλώνετε την ψυχή μου, μου είσθε τόσο μισητές όσο και αγαπητές. Μια αμφιβολία σαν χάος ανοίγεται μέσα μου, μια θλίψη βαθιά σαν πόντος, μια μελαγχολία ανίκητη.


 14 Αυγούστου 1921

Μα βαθιά λύπη εκτεταμένη δίχως όρια απλώνεται σήμερα μέσα μου 
 

 1 Σεπτεμβρίου 1921

...όταν ο νους μου φύγει από το σιδερένιο στεφάνι που τον σφίγγει ολοένα και μία μακρινή απαλόχρωμη εικόνα ασαφής σαν μέσα από τα σύννεφα, σαν μέσα από ομίχλη, σαν κάτω από δειλινό σκοτάδι, θα τραβάει τη λυπημένη ματιά μου...


 15 Ιουνίου 1925

...ποιος να ξέρει σε τι ευτυχίας με σκέφτεσαι λιμάνι και δεν τολμάς
 

Είναι μία ποίηση που φαντάζει  προφητική με ώσμωση θανάτου και ανεκπλήρωτου έρωτα. Τα ποίηματά της αφήνουν συχνά την αίσθηση του «κακοδουλεμένου» και του «μισοτελειωμένου» ακριβώς επειδή αισθάνεται ότι ο θάνατος είναι κοντά της. Επειδή βιώνει το ανεκπλήρωτο, το ημιτέλες βίωμα του έρωτα. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν πρόκειται για μία πεισιθάνατη ποίηση. Η Μαρία Πολυδούρη αγαπάει τη ζωή και τη δημιουργία. Μέσα από μία ποιητική επίκληση του θανάτου, ξορκίζει το θάνατο. Μέσα από την ποίησή της, ξορκίζει τη μελαγχολία και κατορθώνει να κατακτήσει την αθανασία. 


Σύμφωνα με τη Χριστίνα Ντουνιά, η ποίησή της χαρακτηρίζεται από διάθεση συλλογισμού και αναστοχασμού. Δεν παραθέτει απλώς συναισθήματα, αντιθέτως δημιουργεί ένα σκηνικό στο οποίο θα πρωταγωνιστήσει εκείνη και οι φίλοι της. Σε μερικά ποιήματά της, διακρίνεται μία ελαφριά ειρωνεία και μία στοχαστικότητα, η οποία δημιουργείται χάρη στην αυτοπαρατηρησία και στην απόσταση που λαμβάνει για να μιλήσει για το ατομικό γίγνεσθαι.

 

Η Μαρία Πολυδούρη, αν και έχει εμπνεύσει ως Μούσα τον κόσμο της διανόησης και τους ομότεχνους της, καθώς επίσης έχει κατακτήσει το νεανικό κοινό από την εποχή του Μεσοπολέμου μέχρι σήμερα, δεν φαίνεται να έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον των ιστορικών της λογοτεχνίας, οι οποίοι αναφέρονται επιγραμματικά στο ποιητικό έργο της. Εξαιρείται ο Ιταλός Bruno Lavagnini, ο οποίος στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είναι θετικά διακείμενος ως προς το ποιητικό έργο της Μαρίας Πολυδούρη, την χαρακτηρίζει «μια από τις πιο φρέσκες και ζωντανές φωνές της σύχρονης ελληνικής ποίησης». Αντιθέτα Ο Κ.Θ. Δημαράς αποκαλεί την ποίηση της Πολυδούρη «ωχρή», παραπέποντας, όπως πολύ εύστοχα η Χριστίνα Ντουνιά επισημαίνει, στην στερεοτυπική εικόνα της φθισικής ποιήτριας. Επιπλέον, ο Λίνος Πολίτης αν και διακρίνει την γυναικεία ευαισθησία της Μαρίας, κάνει λόγο για προχειρότητα και κοινοτοπία στίχων. Τέλος, ο Αλέξανδρος Αργυρίου υπονοεί ότι ίσως εξαιτίας του θανάτου της έχουμε στα χέρια μας μόνο συμπαθητικές ποιητικές ψηφίδες.



Τι οδήγησε, όμως, στην υποτίμηση της ποίησης της Μαρίας Πολυδούρη; Η επικράτηση του Μοντερνισμού μετά το 1930 ήταν καθοριστική για την παράβλεψη έργου της. Η Χριστίνα Ντουνιά υπογραμμίζει πως ο βιωματικός εξομολογητικός τόνος, η εκφραστική αμεσότητα, η ποιητική εσωστρέφειά της ήταν τα «αμαρτήματα» για να αποσιωπηθεί η σημαντική συμβολή της στο μεσοπολεμικό καλλιτεχνικό ρεύμα των Ελλήνων Νεορομαντικών και Νεοσυμβολιστών. Ακόμα ένα σημαντικό γεγονός που συνετέλεσε στην υποβάθμιση του έργου της είναι ότι η Μαρία Πολυδούρη έζησε και έγραψε στη σκιά του Κώστα Καρυωτάκη. Ακόμα και στις μέρες μας, οι κριτικοί λογοτεχνίας και οι μελετητές, όπως και πρώτη η Λιλή Ζωγράφου, επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στη ζωή της Μαρίας Πολυδούρη, και κυρίως στο ειδύλλιό της με τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη πυροδοτώντας με αυτόν τον τρόπο μία παραφιλολογική συζήτηση γύρω από ποιητικό και πεζογραφικό έργο της.

 

Η νέα ανάγνωση και ανανεωμένη προσέγγιση του λογοτεχνικού έργου της Μαρίας Πολυδούρη από τη Χριστίνα Ντουνιά έρχεται να καλύψει ένα τεράστιο κενό φιλολογικών μελετών όσον αφορά το έργο της ποιήτριας. Ήρθε η ώρα να «απαγκιστρωθεί» από έναν βιογραφικό μύθο, να απελευθερωθεί από τη σκιά του Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος την βοήθησε να αναπτύξει το δικό της ποιητικό ύφος και τόνο, χωρίς όμως να τον μιμηθεί ή να τον αντιγράψει. Το ποιητικό και συγγραφικό ταλέντο της είναι πηγαίο. Η Μαρία Πολυδούρη «ξεγυμνώνεται» μπροστά στον αναγνώστη της αυθεντική, τρυφερή και ειλικρινής.       




8/9/11

Το Μυθιστόρημα της Μαρίας Πολυδούρη

Η Μαρία Πολυδούρη (1902-1930) , εκτός από τις ποιητικές συλλογές "Ηχώ στο χάος", " Οι τρίλιες που σβήνουν" και άλλα ανέκδοτα ποιήματα της , στο ποιητικό ενεργητικό της, συμπεριλαμβάνεται ένα ημιτελές , άτιτλο μυθιστόρημα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως προσχέδιο. Γράφτηκε το 1926 , ενώ η Μαρία Πολυδούρη παραθέριζε στη Φτέρη Αιγίου. Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει για Παρίσι και προσβάλλεται από φυματίωση. Αντίθετα από την ποίηση της στην οποία εξυμνεί τον έρωτα, το θάνατο και το ανεκπλήρωτο της φύσης ώστε να την κατατάσσουμε στο κίνημα του νεορομαντισμού, στο μυθιστόρημα της δίνει στοιχεία για το κλίμα και την νοοτροπία που επικρατεί εκείνη την εποχή , την οποία αντιμετωπίζει με σαρκασμό και κριτική στάση.


Το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος χωρίζεται σε δεκατέσσερα  κεφάλαια, ενώ το δεύτερο είναι ενιαίο. Επίσης το πρώτο μέρος το συνθέτουν περίπου είκοσι χαρακτήρες . Η αφηγήτρια  δίνει στοιχεία για τις ζωές αυτών των χαρακτήρων και τους αναλύει με ψυχογραφικό τρόπο.  Για τη δική της ζωή δεν έχουμε σημαντικά στοιχεία. Η ζωή της περιστρέφεται γύρω από τις ζωές των άλλων , τους οποίους είτε συναναστρέφεται είτε όχι και δεν την επηρεάζουν ουσιαστικά. Συμμετέχει στη ζωή τους με υπολανθάνων  τόπο, κυρίως μέσω κοινών γνωστών. Και οφείλουμε να θεωρήσουμε σημαντικό πως λαμβάνει θέση σε ζητήματα και ερωτήματα που προβληματίζουν τους χαρακτήρες αυτούς, π.χ. περί ηθικής, περί έρωτα και απιστίας. 


Στο δεύτερο μέρος, ο βασικός και πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας είναι ο Λεωνίδας, ο οποίος γράφει ένα μυθιστόρημα , ενώ βρίσκεται στο Παρίσι και μόλις το εκδίδει, το αποστέλλει στον επιστήθιο φίλο του, Αιμίλιο, ο οποίος παραθερίζει με την αφηγήτρια στο Ακροβούνι. Έτσι μαζί το διαβάζουν και το σχολιάζουν. Αποσπάσματα αυτού του μυθιστορήματος δίνουν απαντήσεις και λύνουν το μυστήριο ορισμένων χαρακτήρων του πρώτου μέρους , μιας και χαρακτηρίζεται ως η αυτοβιογραφία του Λεωνίδα.


Πιο συγκεκριμένα, η αφηγήτρια αξιολογεί τις συμπεριφορές των κύριων χαρακτήρων του μυθιστορήματος και ασκεί κριτική στη στάση ζωής τους. Συχνά δίνει γενικούς ορισμούς για τους άντρες και τις γυναίκες. Από τη μια πλευρά, οι άντρες παρουσιάζονται ως ασυνεπείς με τον εαυτό τους. Δεν είναι παρά ένας σωρός ωραίες ιδέες, ελεύθερες, κι όμως  οι πράξεις τους μένουν ανεξέλεγκτες. Είναι πάντα πρόθυμοι να εξιλεωθούν και να ξαναμαρτήσουν. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες προβάλλονται ως συνένοχες των αντρών που πρέπει να είναι πάντα άξιες της συμπάθειας τους και πέφτουν θύματα της γοητείας τους. Οι υπόλοιπες γυναίκες είναι αξιοκαταφρόνητες και μισητές , επειδή μηχανεύονται άνομα μέσα για να κατακτήσουν έναν άντρα. Σε αντιδιαστολή με τη μοιραία γυναίκα, η γυναίκα που ασχολείται αποκλειστικά  με τα οικιακά εμφανίζεται ως υστερική, νευρική και υποχόνδρια, καθώς επίσης τη διακρίνει η ματαιοπονία. Η αξία της παραλληλίζεται με αυτή του κηφήνα.


Δεν αφήνει στο απυρόβλητο τους καλλιτέχνες, μερικούς από τους οποίους προβάλλονται ως κιτρινιάρικα παιδιά, ερωτευμένα με την τέχνη , αλλά ακόμα πιο πολύ με την κακοριζικιά τους, σαν να ήταν φορέας του ταλέντου τους. Επίσης, παρουσιάζονται δειλοί και στριμωγμένοι στη θέση τους, κρατώντας πεισματική σιωπή, δείγμα περιφρόνησης προς τους άλλους. τέλος, φαίνονται δήθεν και επιδεικνύουν τόλμη μόνο στα μοναχικά συναπαντήματα τους με τις γυναίκες.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διαχωρισμός των χαρακτήρων σε πιθανές κοινωνικές τάξεις από ενός είδους βεμπεριανής προσέγγισης: στην εργατική, στη μικροαστική, στην αστική και σε αυτήν που αποτελείται από διανοούμενους και καλλιτέχνες.  Οι βασικοί χαρακτήρες της εργατικής τάξης περιγράφονται ως αθώοι και αγνοί, καθώς επίσης τους διακρίνει η καλοσύνη, η αξιοπρέπεια και ο αλτρουισμός τους. Οι μικροαστοί, όσο και οι αστοί, προβάλλονται ως κυνικοί και εκκεντρικοί. Ενδιαφέρονται για καθημερινά και κοινότοπα ζητήματα. Λειτουργούν με βάση τα ένστικτα τους και τους διακρίνει έντονος φιλοτομαρισμός. Οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες, ίσως επειδή συνήθως παραπαίει στις δυο αυτές τάξεις, φανερώνονται ως αντιφατικοί χαρακτήρες που όμως έχουν τη συνείδηση της κατάστασης τους. Μέσα από ατέρμονες αμφιταλαντεύσεις προσπαθούν να ισορροπήσουν. Ο καθένας τους έχει μια ηθική, την οποία υπερβαίνει και υπακούει στα πάθη του. Συχνά στρέφονται στον εσωτερικό κόσμο τους και συγκρούονται με τον εαυτό τους. Τέλος, εκφράζουν προβληματισμούς για ζητήματα ηθικής.


Η Μαρία Πολυδούρη μέσα από το μυθιστόρημα αυτό ασκεί ιδιαίτερα έντονη κριτική στην εποχή , κατά τη διάρκεια της οποίας ζει και δημιουργεί, καθώς και στην ηθική που τη χαρακτηρίζει. Ενδιαφέρον είναι ότι οι ήρωες φαίνονται να διαχωρίζονται σε κοινωνικές τάξεις με ένα είδος βεμπεριανής άποψης,στην εργατική , στη μικροαστική, στην αστική  και σε μια άλλη , αυτή των διανοούμενων και καλλιτεχνών. Οι κύριοι χαρακτήρες που εκπροσωπούν την εργατική τάξη
παρουσιάζονται αθώοι και αγνοί. Τους διακρίνει η καλοσύνη, η αξιοπρέπεια και ο αλτρουισμό τους. Οι μικροαστοί, όσο και οι αστοί, προβάλλονται ως κυνικοί και εγωκεντρικοί. Ενδιαφέρονται αποκλειστικά για καθημερινά και κοινότοπα ζητήματα. Λειτουργούν με βάση τα ένστικτά τους και τους διακρίνει ο φιλοτομαρισμός. Οι διανοούμενοι, ίσως επειδή παραπαίουν και στις δύο αυτές κοινωνικές τάξεις, φανερώνονται ως αντιφατικοί χαρακτήρες που όμως έχουν συνείδηση αυτής της κατάστασης. Μέσα από ατέρμονες αμφιταλαντεύσεις προσπαθούν να ισορροπήσουν. Ο καθένας έχει μια δική του ηθική που όμως συχνά την υπερβαίνει, υπακούοντας στα πάθη του. Δεν είναι καθόλου σπάνιο να στρέφονται προς τον εσωτερικό τους κόσμο και να συγκρούονται με τον ίδιο τους τον εαυτό με αποτέλεσμα να εκφράζουν προβληματισμούς για ηθικά ζητήματα. 


Η Μαρία Πολυδούρη μέσα από το μυθιστόρημα της θίγει ένα ακόμα φλέγον ζήτημα , αυτό της κοινωνικής θέσης της γυναίκας που βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο εκείνην την εποχή. Από τη μία πλευρά, μερικές γυναίκες είναι προσκολλημένες στον οικιακό τους χώρο και δεν συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική ζωή.  Λειτουργούν σα διακοσμητικά στοιχεία και ασχολούνται με εξαιρετική επιτήδευση με την εμφάνισή τους στοχεύοντας σε ένα επιτυχημένο-πλούσιο γάμο. Συγχρόνως πραγματοποιείται η έξοδος των γυναικών της αστικής τάξης από τον οικιακό τους χώρο , οι οποίες απασχολούνται με τη φιλανθρωπία ανήκοντας σε φιλόπτωχα σωματεία και θρησκευτικούς συλλόγους. Τους ασκείται έντονη κριτική για την υποκριτική τους στάση και την ασυνέπεια προς τις πεποιθήσεις τους. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες χειραφετούνται σταδιακά, σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο, εργάζονται σε δημόσιες υπηρεσίες ή ακόμα επιλέγουν και το σύντροφό της. Συχνάζουν σε καφενεία, όπου συγκεντρώνονται ποιητές και στοχαστές για να συζητήσουν τους προβληματισμούς τους και να απαγγείλουν ποιήματα. 


Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί την πρώτη και την τελευταία απόπειρα της Μαρίας Πολυδούρη. Εκτός από την καυστική κριτική στα κακώς κείμενα της εποχής και τη γλαφυρή περιγραφή των ηθών και των εθίμων, είναι ένα ευχάριστο και ενδιαφέρον ανάγνωσμα, επειδή εντοπίζονται  κοινά στοιχεία με την πραγματική ζωή της συγγραφέα και των οικείων προσώπων της. Το μυθιστόρημα αυτό, λοιπόν, είναι εμπλουτισμένο με αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως συμπεραίνεται από μία προσεκτική ανάγνωση του προσωπικού ημερολογίου της. Απ' ό,τι φαίνεται, κάθε συγγραφέας εμπεριέχεται στους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες του , από τους πιο ευχάριστους μέχρι και τους πιο δυσάρεστους. 








Απόσπασμα από τη σεμιναριακή εργασία "Το Μυθιστόρημα της Μαρίας Πολυδούρη", επιβλέπουσα καθηγήτρια, Χριστίνα Ντουνιά, 2004


Χρήσιμοι σύνδεσμοι:
Το Μυθιστόρημα: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/maria_polydoyrh/          

14/1/11

Ξέρω πως πια δεν είναι απάτη ονείρου...

Τελευταία το έργο της Μαρίας Πολυδούρη έχει αποκτήσει νέες διαστάσεις στο μυαλό μου, οπότε δημοσιεύω ένα ακόμα συγκλονιστικό ποίημά της. Θα το βρείτε μαζί με άλλα ποιήματά της εδώ:

http://www.alfavita.gr/poiisi/polidouriindex.htm

ΜΕ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ...

Με της σιωπής τα κρίνα που λυγούνε
μέσα στα νικημένα μου τα χέρια,
με τις σκέψες που μάταια κυνηγούνε
η μια την άλλη πέρα από τ’ αστέρια,
Με τα μάτια που κάτι νοσταλγούνε,
κάτι που μου είνε αγνοημένο πλέρια,
σα να μη βλέπουν, σα να μην αλγούνε,
εξαϋλωμένα μάτια, μάτια αιθέρια,

Στέκω οραματισμένη και πιστεύω.
Δεν ξέρω τι πιστεύω. Ξεφυλλίζω
τα ποιήματά σου κι’ όλο μεσιτεύω.

Στη σκέψη σου και στη βουλή του απείρου.
Κι’ όπως ποτέ τα μάτια δε σφαλίζω
ξέρω πως πια δεν είνε απάτη ονείρου.

9/1/11

Γιατί μ’ αγάπησες (Μαρία Πολυδούρη)

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.


Ψάχνοντας σε ένα σκονισμένο ράφι, ανακάλυψα το βιβλίο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ' Λυκείου, το οποίο περιείχε όχι μόνο το 'Όνειρο στο Κύμα' του Παπαδιαμάντη, αλλά και ένα ακόμα διαμάντι: το παραπάνω. Τι όμορφη η ποίηση και η λογοτεχνία όταν δεν σου επιβάλλεται η εξουθενωτική ανάλυση και η τοποθέτησή της σε κάθε λογής περιοριστικό καλούπι! Τι λυτρωτικό να διαλέγεις τις αναγνώσεις σου και να επιτρέπεις στη καρδιά σου να πάλλεται μέσα από αυτές...


Μαρία Πολυδούρη *** Μόνο γιατί με αγάπησες from Heracles V. on Vimeo.