Πλήρης αναδημοσίευση με την άδεια του συγγραφέα. Πληροφορίες για την ιστορία στο Facebook εδώ: www.facebook.com/pages/ΤΟ-ΟΝΟΜΑ-ΜΟΥ-ΕΙΝΑΙ-Μπααμπουρ-Μια-μικρή-χριστουγεννιάτικη-παιδική-ιστορία |
Ο Μπααμπούρ γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό,κάπου τρεις ώρες μακριά από την Καμπούλ,πρωτεύουσα του Αφγανιστάν,μιας χώρας με πλούσια ιστορία χιλιάδων χρόνων μα φτωχής στα μάτια των σύγχρονων κατοίκων της.Μια χώρα σταυροδρόμι στο πέρασμα των αιώνων με ιστορική και οικονομική σημασία μα σήμερα βασανισμένη από εισβολές ξένων και εμφύλιους πολέμους.
Ψηλά αγέρωχα βουνά,κατάλευκα τον περισσότερο καιρό από τα χιόνια,με ποτάμια και εκτάσεις απέραντες που δεν μπορούν να καλλιεργηθούν.Κι όσες καλλιεργούνται κυρίως με σιτάρι,πληγώνονται από την ίδια τη φύση.Έτσι είδε κι ο πατέρας του Μπααμπούρ, ο Αζάρ τη σοδειά του να καταστρέφεται μέσα σε λίγο καιρό από την ξηρασία.Καθώς ο βαρύς χειμώνας έδωσε τη θέση του στην άνοιξη,και τα χιόνια άρχισαν να γίνονται δροσερά ρυάκια σαν πνοή ζωής μέσα στα σκληροτράχηλα εδάφη,η σπορά περίμενε να έρθουν από τον ουρανό οι βροχές που θα έκαναν το σιτάρι να μεγαλώσει και να γίνει για μια ακόμη χρονιά το χρυσάφι στα χέρια του φτωχού Αζάρ.
Μα τούτη τη χρονιά οι βροχές δεν ήρθαν κι η σοδειά καταστράφηκε.Ο Αζάρ μαζί με τη γυναίκα του την Ντελμπάρ δεν είχαν τίποτα στα χέρια τους για να ζήσουν,εκτός από λίγες κατσίκες και μερικές κότες στο μικρό τους πέτρινο σπίτι.Το ίδιο δράμα ζούσαν χιλιάδες σαν τον Αζάρ και την Ντελμπάρ.
Ο καιρός περνούσε και τα πράγματα δυσκόλευαν όλο και πιο πολύ.Τίποτα χειρότερο από την πείνα σκεφτόταν ο Αζάρ.Βαθιά λυπημένος, δεν έλεγε κουβέντα για πολλές μέρες.Προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει την οικογένειά του.Μα τίποτα δεν φαινόταν να τον βγάζει από το αδιέξοδο.Ρωτώντας,ψάχνοντας,έμ
Η Ντελμπάρ φρόντιζε τον μικρό Μπααμπούρ.Δεν είχε λόγο στην απόφαση του άντρα της.Τον αγαπούσε και τον εμπιστευόταν.
Μια μέρα της είπε να μαζέψει ότι υπήρχε από τα λιγοστά τους ρούχα,κυρίως βαριά,για κρύο.
Το ταξίδι για έναν άλλο κόσμο μόλις άρχιζε.
Σαράντα άνθρωποι,άντρες,γυναίκες και παιδιά ξεκίνησαν έναν δρόμο δύσκολο.Χιλιάδες χιλιόμετρα έκαναν,μέσα σε βουνά και σε πεδιάδες.Πέρασαν ποταμούς,κινδύνεψαν,αρρώστησαν
Μετά από μέρες πολλές,έφτασαν στη θάλασσα.Ο Μπααμπούρ ήταν μόλις έξι χρονών.Κι ήταν η πρώτη φορά που είδε το γαλάζιο του ουρανού να κινείται στα πόδια του,να αφρίζει,να κάνει σχέδια,να έχει ήχο.Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά του σαν πεδιάδα,μόνο που δεν έβλεπε δέντρα αλλά χρυσαφένια φύλλα.Χιλιάδες φύλλα που τρεμόπαιζαν πάνω στο νερό.Οι αχτίδες του ήλιου είχαν κάνει το θαύμα τους.Κι ο Μπααμπούρ δεν ξεκολλούσε το βλέμμα του από αυτά.
Με ένα μικρό πλοίο πέρασαν τα χρυσαφένια φύλλα που σιγά σιγά χάνονταν μιας κι ο ήλιος έδινε τη θέση του στη νύχτα.Το σκοτάδι έσβησε τα πάντα κι ο μικρός Μπαμπούρ αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της μάνας του έχοντας συντροφιά το κύμα που έσκαγε πάνω στο μικρό ξύλινο πλοίο.Μ’αυτή τη μουσική κοιμήθηκε.
Ξύπνησε μέσα σε φωνές.Άντρες με στολές τους φώναζαν χωρίς να καταλαβαίνει κανένας τίποτα.
Τους είχαν πιάσει λιμενοφύλακες.Βρίσκονταν σε ένα νησί.Στην Ελλάδα.Ήταν όλοι τους παράνομοι για το κράτος.Μα δεν μπορούσαν να τους στείλουν πίσω από τη στιγμή που είχαν βγει στην ακτή.
Ταλαιπωρημένοι,άυπνοι,διψασμέν
Τους πήραν τα στοιχεία και τους άφησαν ελεύθερους.Κανονικά,μετά από λίγες μέρες,θα έπρεπε να φύγουν από τη χώρα.Μα κανείς τους δεν ήθελε.Έφυγαν από τα σπίτια τους για να ζήσουν και δεν είχαν σκοπό να γυρίσουν πίσω,όσο κι αν πονούσαν για τους δικούς τους ,για τα φτωχικά τους.
Στις μέρες που πέρασαν σχεδόν όλοι,έφυγαν με κάθε τρόπο από το νησί για μεγαλύτερα μέρη.Σχεδόν όλοι,μα κάποιοι έμειναν.Ο Αζάρ,η Ντελμπάρ κι ο μικρός Μπααμπούρ ήταν ακόμα εκεί.
Ο Αζάρ μαγεύτηκε από τη θάλασσα.Δεν την είχε δει κι αυτός ποτέ στη ζωή του.Κάθε πρωί έβρεχε τα πόδια του στα κύματα που έσκαγαν στην ακτή σαν μικρό παιδί.Έπιανε στα χέρια του την άμμο κι έκανε σχέδια που ούτε είχε ξαναδοκιμάσει ποτέ.Μαζί του κι ο Μπααμπούρ.Έκαναν μαζί σχέδια,σαν να δημιουργούσαν έναν καινούργιο κόσμο που το κύμα σε δευτερόλεπτα τον διέλυε.Κι εκείνοι ξανά και ξανά,πάλευαν να κρατήσουν τον κόσμο τους ζωντανό.
‘Ηταν ένα παιχνίδι ζωής.Ή θα τα κατάφερναν ή θα έχαναν κάθε ελπίδα.
Οι άνθρωποι του νησιού είχαν δει πολλές φορές ανθρώπους σε άθλια κατάσταση να φτάνουν στο νησί τους .Τους πρόσφεραν τα απαραίτητα,λίγο ψωμί,νερό,φαγητό,μερικά ρούχα σε όσους τα είχαν ανάγκη.Πάντα όλοι έφευγαν.Ήταν η πρώτη φορά που κάποιοι παρέμεναν στο μικρό νησί.
Ο Αζάρ δεν ήξερε λέξη ελληνικά.Με νοήματα,προσπαθούσε να συννενοηθεί με τους ντόπιους.
Δουλειά έψαχνε.Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημά του.Έμεναν σε μια μικρή αποθήκη για είκοσι μέρες μέχρι τώρα και οι γυναίκες του νησιού,έφτιαχναν ένα πιάτο φαί και τους το έδιναν κάθε μέρα.Πολλοί φοβόντουσαν.Ξένοι άνθρωποι σε ξένο τόπο.Δεν ήξεραν ούτε ποιοί είναι,ούτε αν είναι καλοί ή κακοί.Κι αν φοβόντουσαν τον Αζάρ ή την Ντελμπάρ,τι να είχαν άραγε να φοβηθούν από τον μικρό Μπααμπούρ;
Ο Αζάρ άρχισε να μαθαίνει κάποιες λέξεις μέρα με τη μέρα.Μα εκείνη που έμαθε πρώτη και την έλεγε συνέχεια,ήταν η λέξη δουλειά.
Και τι δουλειά να υπάρχει σε ένα μικρό νησί εκατό ανθρώπων; Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι εκτός από τρεις οικογένειες που είχαν παραμείνει στο νησί.Έμειναν γιατί ήταν ο τόπος τους.Γιατί ήθελαν να ζήσουν εκεί μαζί με τα παιδιά τους.Στη γη των πατεράδων και των παππούδων τους.
Οκτώ παιδιά στο νησί.Τρία αγόρια και πέντε κορίτσια.Ο Δημήτρης,ο Κωνσταντής κι ο Γρηγόρης.Η Μαρία,η Παναγιώτα,η Ελένη,η Νίκη και η Αγγελική.
Ο μικρότερος όλων ο Δημήτρης,οκτώ χρονών.Ο πατέρας του ο Βαγγέλης ήταν ψαράς.Όπως κι όλοι σχεδόν στο νησί.Η μάνα του,είχε ένα μαντρί με κατσίκια.Μαζί με τις δουλειές του σπιτιού,φρόντιζε και τα ζωντανά της καθώς και το μποστάνι της.Με ότι μπορούσε να φυτεύει για κάθε εποχή.
Στον Βαγγέλη έφτασε ο Αζάρ μια μέρα.Τον είδε στη βάρκα του που μόλις είχε γυρίσει από ψάρεμα.
Λίγα ψάρια,δεν ήταν καλή μέρα.Μα στα μάτια του Αζάρ,φαίνονταν τόσα πολλά,που είχε μείνει για ώρα ακίνητος και τα χάζευε.Έτσι κι αλλιώς ψάρι δεν είχε φάει ποτέ στη ζωή του.Τα είχε δει,μα δεν τα είχε δοκιμάσει.Μαζί του κρατούσε και τον Μπααμπούρ.Τα σκούρα μάτια του Μπααμπούρ περιεργάζονταν τα ψάρια που σπαρταρούσαν ακόμα.Φαινόταν τρομαγμένος μπροστά στο θέαμα.Μα μετά από λίγο ηρέμησε στην αγκαλιά του πατέρα του.
Ο Βαγγέλης έκανε πως δεν τον έβλεπε τον Αζάρ.Έκανε και μια κίνηση να τον απομακρύνει,σαν να τον ενοχλούσε καθώς έφτιαχνε τα δίχτυα του.O Aζάρ έμεινε λίγο ακόμα,μα κατάλαβε πως ο Βαγγέλης δεν τον ήθελε μέσα στα πόδια του.
Την άλλη μέρα ήταν ξανά εκεί.Προσπάθησε πάλι επαναλαμβάνοντας πολλές φορές τη λέξη δουλειά,να κάνει τον Βαγγέλη να ενδιαφερθεί.Μα εκείνος κοιτούσε μόνο τα δίχτυα του.
Αυτό επαναλήφθηκε για αρκετές μέρες.Μάταιος κόπος όμως για τον Αζάρ.Καμία σημασία δεν του έδινε ο Βαγγέλης.
Η στέγη που είχαν βρει στη μικρή αποθήκη που την είχε ο παπάς του νησιού,ήταν η μόνη παρηγοριά για τον Αζάρ και την οικογένειά του.Όπως και το φαγητό που τους πήγαιναν κάθε μέρα οι νοικοκυρές.Τους λυπόντουσαν.Έβλεπαν τη δυστυχία τους.Δεν τους έκανε καρδιά να τους αφήσουν έτσι,νηστικούς και αβοήθητους.Οι άντρες του νησιού ήταν πιο σκληροί.Δεν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή.Μάλλον ήθελαν να τους δουν να φεύγουν μια ώρα αρχήτερα από το νησί τους.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα.Το κρύο είχε γίνει τσουχτερό.Η υγρασία της θάλασσας το έκανε ακόμα πιο δυνατό.Περνούσε μέχρι τα κόκκαλα.Ο Αζάρ άναβε μια φωτιά έξω από την αποθήκη και προσπαθούσε να ζεσταθεί μαζί με τη γυναίκα του και το μικρό γυιό του.Οι νύχτες ήταν δύσκολες.Ας είναι καλά ο παπάς,που τους έδωσε κουβέρτες.Σκεπάζονταν και οι τρεις μαζί κι άφηναν μόνο τη μύτη τους απ’έξω να παίρνουν ανάσες.Κοιμόντουσαν αγκαλιασμένοι προσπαθώντας να ζεστάνουν τα κορμιά τους,δίνοντας ο ένας στον άλλο όση ζεστασιά έβγαζε το ταλαιπωρημένο κορμί.
Προπαραμονή των Χριστουγέννων,ο Αζάρ βρέθηκε ξανά στο λιμανάκι,εκεί που ο Βαγγέλης ετοίμαζε τα δίχτυα του.Κρατούσε ξανά τον Μπααμπούρ στην αγκαλιά του,όταν ξαφνικά,ο Δημήτρης,ο γυιός του Βαγγέλη βρέθηκε να περνά ανάμεσά τους και με ένα αναπάντεχο πήδημα να βρίσκεται όρθιος στη βάρκα του πατέρα του.
Ο Αζάρ,φώναξε:δουλειά! Μα ο Βαγγέλης είχε συνηθίσει πια και δεν του έδινε σημασία.
Ο μικρός Δημήτρης ρώτησε τον πατέρα του τι θέλει αυτός.Κι εκείνος του είπε να μην ρωτάει.
Γύρισε και κοίταξε τον Μπααμπούρ.Οι παιδικές ματιές συναντήθηκαν.Μετά από λίγο,πήδησε έξω από τη βάρκα και στεκόταν μπροστά στον Αζάρ.Εκείνος χαμογέλασε και κατέβασε από την αγκαλιά του τον Μπααμπούρ.Τα δύο παιδιά είχαν σχεδόν το ίδιο ύψος,τα ίδια μαλλιά,τα ίδια μάτια.Ο Μπααμπούρ ήταν πιο σκούρος στο δέρμα.Ο Δημήτρης πίστεψε πως ήταν από τον ήλιο.Μα του φάνηκε περίεργο Δεκέμβρη μήνα.Ρώτησε τον πατέρα του γιατί είναι σκουρόχρωμος.
‘’Είναι από το Αφγανιστάν’’. Είπε ο Βαγγέλης και συνέχισε τη δουλειά του.
‘’Που είναι το Αφγανιστάν μπαμπά’’; ρώτησε ο Δημήτρης,που πρώτη φορά άκουγε αυτό το μέρος.
‘’Πολύ μακριά,στην Αραβία’’Απάντησε ο Βαγγέλης.
‘’Και γιατί ήρθαν εδώ μπαμπά’’;
‘’Γιατί εκεί πεινάνε,δεν έχουν δουλειά,έχουν πόλεμο’’ ‘’και πάψε να ρωτάς πολλά’’ είπε αγριεμένος ο Βαγγέλης που έδειχνε να ενοχλείται από τις ερωτήσεις.
Ο Δημήτρης με την αφέλεια ενός μικρού παιδιού,κοίταξε τον Μπααμπούρ και τον ρώτησε πως τον λένε.Μα ο μικρός Μπααμπούρ απλά τον κοιτούσε και δεν έλεγε κουβέντα...τι να καταλάβει από μια γλώσσα που δεν είχε ξανακούσει.
Ο Δημήτρης επέμενε.’’Πως σε λένε’’; ‘’Πως σε λένε’’; ‘’Εμένα με λένε Δημήτρη’’ ‘’Εσένα’’;
Ο Αζάρ κατάλαβε με τα λίγα που είχε αρχίσει να μαθαίνει.
‘’Δημήτρη’’ είπε...
‘’Δημήτρης’’ φώναξε δυνατά ο μικρός και χαμογέλασε!
‘’Εγκώ Αζάρ’’ και δείχνοντας τον γυιό του είπε: ‘’Mπααμπούρ’’
Ο Δημήτρης έβαλε τα γέλια.Του φάνηκε πολύ αστείο το όνομα.Δεν είχε ξανακούσει κάτι τέτοιο.
Άρχισε να το λέει συνέχεια.Μέχρι που ο πατέρας του,έβαλε μια φωνή και σταμάτησε.
Ο Μπααμπούρ δεν είχε βγάλει μιλιά.Απλά περιεργαζόταν τον Δημήτρη.
Έτσι πέρασε κάποια ώρα με τα δύο παιδιά να κοιτάζονται χωρίς τίποτα άλλο.
Το βράδυ στο σπίτι,ο Δημήτρης άνοιξε το βιβλίο της Γεωγραφίας που είχε η μεγαλύτερη αδερφή του,η Αγγελική,και άρχισε να ψάχνει το Αφγανιστάν.Δεν το έβρισκε στην αρχή,μα κάποια στιγμή,φώναξε: ‘’Nάτο’’!!!! Kανείς δεν του έδωσε σημασία στο σπίτι.Ήταν όλοι εκεί.Ο πατέρας του, η μάνα του,η αδερφή του και η γιαγιά με τον παππού.Έμεναν όλοι μαζί.
Ο μικρός άρχισε να διαβάζει για αυτή τη παράξενη και μακρινή χώρα.Δεν τα καταλάβαινε όλα.Μα η φαντασία του έφτιαχνε διάφορες εικόνες.Διάβαζε για τα μεγάλα βουνά.Για τα ποτάμια.Για τους κρύους χειμώνες και τα καυτά καλοκαίρια.Είχε δει στη τηλεόραση άραβες με κελεμπίες,ερήμους,καμήλες.Κάπω
Ο Δημήτρης,αφού ρούφηξε όλο το κεφάλαιο για το Αφγανιστάν,έπεσε για ύπνο κι άρχισε να φαντάζεται τον Αζάρ με άσπρη κελεμπία και τουρμπάνι στο κεφάλι,επάνω σε μια καμήλα,να ταξιδεύει μέσα σε μια έρημο.Δεν χρειάστηκε πολύ για να αποκοιμηθεί.Το διάβασμα τον είχε νυστάξει ήδη.
Η μέρα που ξημέρωσε ήταν παραμονή Χριστουγέννων.Το σπίτι καθαρισμένο και γιορτινό.Φτωχικό μα ζεστό και όμορφο.Η μητέρα του Δημήτρη μαζί με τη γιαγιά είχαν ξυπνήσει από τα χαράματα κι έφτιαχνα κουραμπιέδες και μελομακάρονα.Το σπίτι μοσχοβολούσε από τα φρεσκοψημμένα γλυκά την ώρα που ο Δημήτρης ξύπνησε.Έτρεξε και δοκίμασε με λαιμαργία.Μετά ντύθηκε και μαζί με την αδερφή του και τα άλλα παιδιά μαζεύτηκαν κι άρχισαν να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι για τα κάλαντα.Κατά το μεσημέρι κι αφού είχε γεμίσει μια σακούλα με μελομακάρονα,κουραμπιέδες,κουλ
‘’Δημήτρης’’ του φώναξε.
‘’Αζάρ’’ αποκρίθηκε κι αυτός.
‘’Ο Μπααμπούρ’’; ρώτησε ο Δημήτρης.
Τότε με ένα νόημα,ο Αζάρ του έδειξε τον Μπααμπούρ που καθόταν τυλιγμένος με μια κουβέρτα δίπλα στη μάνα του.Στην αρχή ο Δημήτρης δίστασε,μα σε λίγο,είχε ήδη μπει στη μικρή αποθήκη.
Είχε αρχίσει να βρέχει,σιγανά.Οι σταγόνες της βροχής ακούγονταν στη σκεπή από λαμαρίνα.
Το κρύο ήταν διαπεραστικό μέσα στην αποθήκη.Ο Δημήτρης κοιτούσε όλο απορία.
Δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχαν βρεθεί στο νησί τους αυτοί οι άνθρωποι από τόσο μακριά.Κι ούτε μπορούσε να πει κάποια κουβέντα γιατί δεν καταλαβαίνονταν.
Ο Αζάρ μόνο,είπε δυο λέξεις.’’Δουλειά’’ ‘’Φαί’’.
Τον κοίταξε ο μικρός Δημήτρης κι είδε έναν άνθρωπο αδύνατο,με μάτια να κλείνουν από κούραση και αδυναμία.Γύρισε και κοίταξε την Ντελμπάρ που καθόταν κουλουριασμένη στη γωνία και άκουσε τα δόντια της να τρίζουν από το κρύο.
Με μια κίνηση,άνοιξε τη σακούλα κι έβγαλε από μέσα ένα μελομακάρονο.Άπλωσε το χέρι του προς τον Μπααμπούρ και του το έδωσε.Εκείνος τον κοίταζε περίεργα.Μα το ένστικτο λειτούργησε μέσα σε δευτερόλεπτα και το μελομακάρονο είχε ήδη εξαφανιστεί.Έβγαλε κι άλλο και του το έδωσε.Και κουραμπιέ και μπισκότα.Έδωσε και στον Αζάρ και στην Ντελμπάρ.
‘Ηταν η πρώτη φορά που έτρωγαν τέτοια γλυκά.
Σε λίγο η σακούλα είχε αδειάσει.Τίποτα δεν είχε μείνει!
Κατάλαβε ο Δημήτρης πόσο πολύ πεινούσαν.
Δεν είπε τίποτα.Γύρισε την πλάτη του κι έτρεξε προς το σπίτι ενώ η βροχή έπεφτε όλο και πιο δυνατή.
Φτάνοντας,ο πατέρας του τον περίμενε στη πόρτα.
‘’Που ήσουν τόση ώρα και σε περιμένουμε για φαγητό’’;
O μικρός φοβήθηκε να του πει.Δικαιολογήθηκε ότι ήταν με τα άλλα παιδιά και ξεχάστηκε.
Κάθησαν όλοι στο τραπέζι.Μια ζεστή ψαρόσουπα με χόρτα και πατάτες ήταν ότι καλύτερο με τέτοιο καιρό.Έκαναν το σταυρό τους και ξεκίνησαν να τρώνε.
Ο Δημήτρης όμως δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του τον μικρό Μπααμπούρ και τους γονείς του.Θυμόταν πως πριν λίγο είχε βρεθεί σε ένα παγωμένο δωματιάκι,μαζί με τρεις ανθρώπους που έτρεμαν από το κρύο και πεινούσαν.
Ξαφνικά,έβαλε μια φωνή.
‘’’Ημουν στον Μπααμπούρ’’!
Όλοι κοιτάχτηκαν περίεργα.Ο πατέρας του άρχισε να φωνάζει.
‘’Τι δουλειά είχες εσύ εκεί.Μπορεί να κόλλησες καμιά αρρώστια.Αυτοί είναι άπλυτοι.Βρώμικοι.Δεν ξέρουμε από που έχουν έρθει και τι κουβαλάνε μαζί τους’’.
Τα ίδια άρχισε να λέει και η αδερφή του.
Η μάνα του δεν μίλησε,ούτε η γιαγιά.
Ο παππούς όμως προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα.
‘’’Ανθρωποι είναι κι αυτοί Βαγγέλη.Ταλαιπωρημένοι και δυστυχισμένοι.Σκέψου πως ήμασταν πριν χρόνια κι εμείς.Θυμάσαι πως ήσουν μικρό παιδί; Με κοντά παντελόνια χειμώνα-καλοκαίρι.Χωρίς πολλά πολλά.Δεν είχαμε ρεύμα.Δεν είχαμε τρόφιμα όταν έπιανε φουρτούνα και δεν ερχόταν το καίκι απο απέναντι.Περάσαμε τόσα και τόσα.Μην είσαι σκληρός με την δυστυχία των άλλων’’.
Ο Βαγγέλης σηκώθηκε και άρχισε να λέει πάλι τα ίδια.
‘’Και τι να κάνουμε πατέρα; Να τους μαζέψουμε όλους εδώ και να τους κάνουμε τι; O αφγανός έρχεται κάθε μέρα και μου λέει δουλειά,δουλειά,δουλειά...κι εγώ ένα μεροκάματο βγάζω,τι δουλειά να του δώσω; Nα φύγουν,να πάνε αλλού.Εδώ μόνο ψάρεμα υπάρχει.Τίποτα άλλο’’.
Κι έφυγε να πάει να κοιμηθεί.
Ο Δημήτρης είχε στεναχωρηθεί.Κατάλαβε τα λόγια του παππού του αν και μικρός για να νιώσει τι είχαν περάσει οι μεγάλοι.
Είχε ήδη αρχίσει να καταστρώνει σχέδιο στο μυαλό του.
Έπρεπε με κάποιο τρόπο να κάνει κάτι γι’αυτούς τους ανθρώπους.Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και ήξερε ότι όλοι στο νησί,μαζεύονται στα σπίτια,τρώνε,πίνουν,γελάνε και κάθονται δίπλα στη ζεστασιά του τζακιού.Και σκεφτόταν πως ο μικρός Μπααμπούρ θα κοιμόταν σχεδόν νηστικός μέσα στην παγωμένη αποθήκη.
Το σχέδιο καταστρώθηκε με τη βοήθεια του παππού.
‘’Παππού’’ του είπε,’’πρέπει να τους φέρουμε στο σπίτι απόψε.Να πλυθούν,να φάνε μαζί μας και να ζεσταθούν’’.
Ο παππούς το σκέφτηκε για λίγο μα δεν χρειάστηκε παρά μερικά λεπτά για να πει το ναι.
Δικό του ήταν το σπίτι.Με χίλιους κόπους το έφτιαξε.Δαρμένος κι αυτός όλα τα χρόνια μέσα στη θάλασσα.Ήξερε πως είναι να σε χτυπά το κύμα.Το κρυο,η βροχή.Να μην έχεις τα απαραίτητα να φας.Μεγάλωσε τρία παιδιά με πολλές δυσκολίες,μα τα κατάφερε.
Έβαλε τον μικρό Δημήτρη στα γόνατά του και του είπε: ‘’όταν ο πατέρας σου θα πάει για το καφενείο,εμείς θα πάμε στην αποθήκη που είναι ο φίλος σου και θα τους φέρουμε εδώ’’.
‘’Ναιιιιιιι’’ φώναξε ο Δημητράκης.
Κι ο παππούς του είπε να μη φωνάξει άλλο γιατί θα προδωθούν.
Με λαχτάρα περίμενε ο Δημήτρης την ώρα που θα έβλεπε τον πατέρα του να φεύγει.Παραφύλαγε στη πόρτα του δωματίου του,μέχρι που τον άκουσε να ντύνεται και να βγαίνει.
Μόλις ξεκίνησε για το καφενείο,έτρεξε στον παππού .
Βγήκαν παππούς κι εγγονός και κίνησαν για την μικρή αποθήκη.
Όταν έφτασαν,τους βρήκαν και τους τρεις σκεπασμένους με τις κουβέρτες κι απο ένα κομμάτι ψωμί στα χέρια.
Ο παππούς ένιωσε ένα σφίξιμο στη καρδιά.Άρχισε να τους φωνάζει για να σηκωθούν.
Μα εκείνοι δεν καταλάβαιναν λέξη.
Με τα χίλια ζόρια τους σήκωσε και με νοήματα τους έβαλε να τον ακολουθήσουν.
Έφτασαν στο σπίτι.
Ο Αζάρ κοντοστάθηκε.Δίσταζε να προχωρήσει.Ήξερε ότι σ’αυτό το σπίτι μένει ο Βαγγέλης.Φοβήθηκε ότι θα έχει φασαρίες.Μπορεί να μην ήξερε τη γλώσσα αλλά καταλάβαινε τη γλώσσα του σώματος.
Ο παππούς άνοιξε τη πόρτα και τους έκανε νόημα να μπουν μέσα.Μία,δύο,τρεις φορές,μπήκαν τελικά.Όλοι ήταν εκεί,έκπληκτοι και παράλληλα καχύποπτοι.Μόνο ο Βαγγέλης έλειπε,κι αυτό φοβόντουσαν πιο πολύ.Τι θα γινόταν όταν θα ερχόταν.
Ο παππούς είπε στη νύφη του να ετοιμάσει το μπάνιο και να βρει καθαρά ρούχα.
Η μητέρα του Δημήτρη τον σεβόταν τον πεθερό της .Εκτός όμως από αυτό,ήταν κι ή ίδια καλός άνθρωπος και καταλάβαινε τι σήμαινε όλο αυτό για τρεις ταλαιπωρημένες ψυχές.
Ο Αζάρ είχε σκύψει το κεφάλι και ντρεπόταν να κοιτάξει γύρω.Το ίδιο κι η γυναίκα του.Ο μικρός Μπααμπούρ όμως δεν είχε τέτοιες αναστολές.Η παιδική ψυχή δεν καταλάβαινε από τέτοια.
Το σπίτι ήταν στολισμένο.Ένα μικρό καράβι,όπως στολίζουν πολλοί ,ειδικά στα νησιά για τα Χριστούγεννα,τον μάγεψε.Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο.Όπως δεν είχε ξαναδεί και χριστουγεννιάτικο δέντρο.Γεμάτο στολίδια,φωτεινά λαμπιόνια κι απο κάτω κουτιά τυλιγμένα με δώρα.Δεν πρόλαβε να δει και πολλά,γιατί τους οδήγησαν κατευθείαν για μπάνιο.
Μετά από λίγη ώρα,καθαροί και φρεσκοντυμένοι με ρούχα όλης της οικογένειας,κάθονταν κοντά στο τζάκι για να ρουφήξουν όλη τη ζεστασιά! Δεν μπορούσαν να πουν κάποια λέξη στα ελληνικά μα μόνο χαμογελούσαν.
Η μητέρα του Δημήτρη ετοίμαζε το τραπέζι για το βραδυνό.
Κοτόσουπα.Φρέσκο κοτόπουλο,δικό τους.Μοσχοβολούσε ο τόπος.
Ξαφνικά,άνοιξε η πόρτα.
Απόλυτη ησυχία.
Περίμεναν όλοι την έκρηξη του Βαγγέλη.
Εκείνος μόλις είδε τον Αζάρ και την οικογένειά του μέσα στο σπίτι,άρχισε να κοκκινίζει,να φουσκώνει.΄
‘Ηταν έτοιμος να βάλει τις φωνές,όταν σηκώθηκε ο πατέρας του,τον κοίταξε με βλέμμα αυστηρό και ξανακάθησε.
Ο Βαγγέλης δεν είπε λέξη.Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό του.Δεν βγήκε μέχρι να τον φωνάξουν για φαγητό.
Κάθησε στο τραπέζι,ενώ είχαν καθήσει ήδη όλοι...και ο Αζάρ και η Ντελμπάρ και ο Μπααμπούρ.
Ήταν ένα τραπέζι γιορτινό.Γεμάτο με όλα τα καλά.
Ο Βαγγέλης έκανε το σταυρό του κι όλη η οικογένεια.Ο Αζάρ και η γυναίκα του απλά κατέβασαν το κεφάλι.Διαφορετική η θρησκεία τους.Μουσουλμάνοι.
Ο Βαγγέλης το ήξερε αυτό κι ήταν σαν το έκανε κάπως επίτηδες.
Μα δεν δόθηκε συνέχεια.Ξεκίνησαν να τρώνε.
Με νοήματα κατόρθωσαν να συννενοηθούν.Στη τηλεόραση είχε εορταστικό πρόγραμμα με μπουζούκια.Ο Αζάρ κι η γυναίκα του είχαν χρόνια να ακούσουν μουσική.Ήταν απαγορευμένη στη χώρα τους.
Μα δεν τους φάνηκε κάτι ξένο.Στα αυτιά τους ήταν οικείο.Άρχισαν να γελάνε και να κουνιούνται στο ρυθμό της μουσικής.Ο Βαγγέλης άρχισε να γελά κι εκείνος μετά από ένα μπουκάλι κρασί που είχε πιεί.
Αφού έφαγαν όλοι μέχρι σκασμού,ο Δημητράκης πήγε κοντά στον Μπααμπούρ και τον πήρε από το χέρι.Ο Μπααμπούρ αυτή τη φορά δεν δίστασε καθόλου.
Ο Δημήτρης τον πήγε στο δωμάτιό του.Κάθησαν κάτω στο ζεστό χαλί.
‘Εβγαλε όσα παιχνίδια είχε.Την μπάλα του.Φωτογραφίες του Ολυμπιακού.
Ο Μπααμπούρ είχε αποκτήσει ένα πελώριο χαμόγελο.
Ο Δημητράκης έβγαλε και το μπλοκ ζωγραφικής.Κι όλους τους μαρκαδόρους του.Κι άρχισε να ζωγραφίζει θάλασσα και βάρκες.Έδωσε και στον Μπααμπούρ.Εκείνος χωρίς να τα καταφέρνει και τόσο καλά,άρχισε να ζωγραφίζει βουνά.Μεγάλα βουνά!
Βγήκαν μετά από λίγη ώρα στο σαλόνι,με τις ζωγραφιές στα χέρια.
Τα δυο παιδιά είχαν σμίξει τη γή με το νερό.Τα ψηλά βουνά με τη βαθιά θάλασσα.Τίποτα δεν τα χώριζε.Δεν υπήρχαν σύνορα γι’αυτά.
Οι μεγάλοι χαμογέλασαν.Ο παππούς πήρε αγκαλιά και τα δύο παιδιά και τους έδωσε από μια σοκολάτα.Τις έφαγαν λαίμαργα.Και κάθησαν δίπλα στο τζάκι συνεχίζοντας να παίζουν.
Είχε πάει δώδεκα και μισή.Ο παππούς σηκώθηκε και είπε: ‘’ φέρτε το στρώμα από την αποθήκη,καθαρές κουβέρτες και μαξιλάρια να κοιμηθούν οι άνθρωποι εδώ απόψε’’.
Κανείς δεν έφερε αντίρρηση.Εβαλαν το στρώμα δίπλα στο τζάκι,καθαρά σεντόνια,κουβέρτες και μαξιλαρια.Τα μάτια όλων άρχισαν να κλείνουν.Σιγά,σιγά,ένας –ένας πήγαν στα δωμάτιά τους γαι ύπνο.Στο σαλόνι είχαν μείνει ο παππούς με τον Δημητράκη και ο Αζάρ με την οικογένειά του.
Ο παππούς τους φίλησε και έφυγε.Ο Δημητράκης τους κοίταξε.Πήγε κοντά στον Μπααμπούρ,του έπιασε το χέρι και του είπε ‘’Χρόνια Πολλά’’...Ο Μπααμπούρ δεν κατάλαβε τίποτα,μα δεν τον πείραξε.Ένιωσε ότι κάτι καλό θα ήταν.Χαμογέλασαν όλοι.
Ο Δημητράκης πήγε κι αυτός για ύπνο.
Ο Αζάρ κι η Ντελμπάρ ένιωσαν μετά από πολύ καιρό μια κρυφή χαρά.Ήξεραν ότι τίποτα δεν θα είναι εύκολο.Έχουν πολύ δρόμο ακόμα μπροστά τους.Μα αυτή η χριστουγεννιάτικη νύχτα,που γι’αυτούς δεν ήξεραν καν τι σημαίνει,ήταν ίσως η πιο ζεστή και όμορφη στη ζωή τους.
Ξάπλωσαν και αποκοιμήθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά πιασμένοι χέρι-χέρι.
Ο μικρός Μπααμπούρ,ξάπλωσε κι αυτός μα δεν κοιμήθηκε παρά μόνο μετά από τρεις περίπου ώρες.
Τα μάτια του έμειναν ανοιχτά να χαζεύουν το καραβάκι από τη μια μεριά και το χριστουγεννιάτικο δέντρο από την άλλη.Τα φωτεινά λαμπάκια αναβόσβηναν σαν τρελά .Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο,ήταν ότι πιο όμορφο είχε δει μέχρι τώρα.
Τα ξημερώματα,τους ξύπνησε όλους η καμπάνα της εκκλησίας.Χριστούγεννα!
Η οικογένεια έβαλε τα καλά της κι ετοιμάστηκε για την εκκλησία.
Ο Αζάρ έκανε να σηκωθεί.Μα ο Βαγγέλης του έκανε νόημα να μείνει ξαπλωμένος.
Έκανε το σταυρό του ενώ χτυπούσε η καμπάνα.Κοίταξε ψηλά κι έδειξε με το δάχτυλο...’’ο Θεός’’.
‘’Αλλάχ’’ έκανε ο Αζάρ!
‘’Θεός’’ ξανάπε ο Βαγγέλης!
Κι οι δυό σας του λέει ο παππούς,για τον Ίδιο λετε...κι οι δυό σας άνθρωποι είστε,φτιαγμένοι από τον Θεό ή τον Αλλάχ.Φτιαγμένοι για να βοηθάτε ο ένας τον αλλο.Φτιαγμένοι είμαστε για να μπορούμε να δίνουμε αγάπη και βοήθεια.
Ο Βαγγέλης κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά.
Μόνο σε μια στιγμή,καθώς έβγαιναν από το σπίτι για την εκκλησία,έσκυψε στο αυτί του πατέρα του και του είπε: ‘’Ξέρεις με τι νευρίασα περισσότερο πατέρα χθες το βράδυ’’;
‘’Mε τι’’; τον ρώτησε απορημένος ο παππούς...
‘’Που είδα τον Αζάρ να φορά το καλό μου το πουλόβερ....δεν το είχα φορέσει ακόμα,καινούργιο ήταν να πάρει η οργή’’...
Και έβαλαν και οι δυο τα γέλια!
Αυτά τα Χριστούγεννα ήταν πράγματι διαφορετικά για όλους.Μια αγκαλιά έγιναν όλοι.
Ένα σπίτι άνοιξε και δέχθηκε με ζεστασιά τρεις ανθρώπους άγνωστους, μα τελικά ανθρώπους.
Και δυο παιδιά,νίκησαν τις προκαταλήψεις και τους φόβους.
Κι ίσως μια μέρα,ο Μπααμπούρ καταλάβει τη λέξη χαρά στα ελληνικά.
Γιατί στη γλώσσα του,τα αφγανικά,το όνομά του,αυτό σημαίνει!
Κι αυτό το Χριστουγεννιάτικο βράδυ,ήταν πράγματι Μπααμπούρ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου