Παγίδα
(συλλογικό ποίημα)
Άλφα Ήττα Άλφα Ωμέγα
Τώρα
κάτι φωτίζει εκεί πέρα
τα μάτια τυλιγμένα
με ανημπόρια
συνηθισμένα
σε άλλους τρόπους
πολύ το φοβήθηκα
Όμορφη που ήμουνα παλιότερα
με μια λεπίδα τρυπούσα
την επιστροφή μου
ξυπνούσα το πρωί
μάζευα τα παραπονεμένα άστρα
και πάλι απ’ την αρχή
Τώρα
που κάτι φωτίζει εκεί πέρα
το νιώθω σαν χειρότερο
Έρχομαι
με τις απόκοσμες κραυγές
των γλάρων στο σκοτάδι
μέσα σε μία βάρκα χάρτινη
φορώντας
ένα σωσίβιο από κόκκινο γυαλί
μ' ένα διερμηνέα
που μιλά όλες τις γλώσσες του ουρανού
κι έχει ακριβώς ενενήντα εννέα ονόματα
λυτό
έχω στα πόδια μου ένα τυφλό σκυλί
έρχομαι
όπως το τελευταίο όνομα
ύστερα απ' όλα τα ονόματα του κόσμου
Άχρωμη
έρχομαι
όπως η τελευταία πεταλούδα του Δεκέμβρη
σαν θάνατος από πνιγμό
πλατιά σαν φράχτης
νωχελική
σαν τις ατέλειωτες ουρές του φαγητού
απόλυτη σαν συρματόπλεγμα
κι απάνθρωπη σαν ήλιος
Στέκομαι
κάτω από τον αδίστακτα ανέφελο ουρανό
μες στο λαβύρινθο
απ' τις πολύχρωμες σκηνές
κάτω από στέρφες ελιές
δίπλα στα ράθυμα σκυλιά
στα παιδικά ποδήλατα
που τρέχουν μόνο με τις ζάντες
δίπλα σ' εκείνον που προσεύχεται
πάνω στο ξεραμένο χώμα
στέκομαι
σαν ανήλικος που γέρασε
σαν γέρος που δεν έχει να σταθεί
σαν μόνη έγκυος που λύγισε
στη κορυφή του λόφου
Έρχομαι
μ’ ακονισμένο ξυράφι
τρυπώ κροτάφους
τη μνήμη χειρουργώ
κι ένα παιδί αγέλαστο
έγκλειστο σε θάλαμο αναμονής
Ξεριζώνω
μ’ αγκάθινο στεφάνι
το στέφω
προτού θύμα
ή ποίημα
Και δε χρειάζομαι κρυψώνα
μένω
διάφανη στα μάτια
σέρνω τη μύτη και τα σωθικά
ξέρω καλά τη δουλειά μου
σε φασκιώνω στα μαλλιά μου
και ζητάω μονάχα
το δικό σου αντίχειρα
να πιπιλίσω
την άκρη των χειλιών της μάνας
που ωραιοποιεί τον θάνατο
και τον βαφτίζει ταξίδι
Βαστάω
το κεφάλι σου ψηλά
να βρεις αυτούς που βολτάρουν στα σύννεφα
και να μου λες
δες τους πώς πέφτουν
δες τους πώς σκάνε στη γη
Είμαι
τραύμα
μπολιασμένο
με αυτά που ποτέ δεν ειπώθηκαν
μα για πάντα
θα ταΐζουν αίμα
Είμαι
αέρας
πηχτό ντίζελ στο στόμα
κίνδυνος δονούμενος ως περίοδος
αστικής τρέλας
σοβάς συνετισμένος
μες στα άπειρα καρφιά του
γριά καμπούρα να ξοδεύομαι στα πόδια σας
να σας νυχτώνομαι αλλάζοντας περούκα
Τι με κοιτάτε κακόμοιροι
με το φτηνό το σουλιμά σας
Για να γραπώσεις θέλει δυο
το στήσιμο
και το καρτέρι
την τοξικότητα του φόβου
τα αντανακλαστικά
στο κάθε σφύριγμα
της σφαγής
βενζίνη αμόλυντη
Αυτά μου κληρονόμησαν
κι αυτά σας επεκτείνω
με το ψαλίδισμα μου
να συγχέετε του Νυχτοβάτη το ουρλιαχτό
με το ξεφούσκωμα
μιας μπάλας
να με φτάνετε στο υψηλότερο σημείο μου
μετά βίας να μπορείτε
να ξεχωρίσετε το γυαλί
από το γέλιο
τις γκριμάτσες σας
στην κλασική αταραξία
φάκας γαλαντόμου
Αναρωτιέμαι
ποια ανάσα μου
την πρώτη μου θα ξεχρεώσει
Ποιο είναι
το ολίσθημα της γλώσσας
Αδυνατώ
Αδυνατείς
Αδυνατίζουμε
Ποιο καλό
και ποιο κακό
Δεν το παλεύει
το στομάχι μου το αλκοόλ
μπορώ όμως
να καταβροχθίσω
τεράστιες ποσότητες
σάρκας
αίματος
σπέρματος
να ονειρευτώ
έναν έρωτα που
σπάει κόκκαλα
φτάνει να μη σπάσουν
τα δικά μου
και να μη βλέπω
ζωντανά κόκκαλα
ή νεκρά
Και ω ναι
προτιμώ τα ζωντανά
Προτιμώ
να ελπίζω
πως μια μέρα
αυτά τα κόκκαλα
θα χωθούν
μέσα στα μάγουλα
και θα τα σκίσουν
θα σκίσουν λέω
τις λέξεις τις σκέψεις
και θα βγει
από μέσα
κάτι που δεν έχει όνομα
χρώμα
υφή
τίποτα για να περιγράψω
αλλά θα έχει κάτι από
μουσική
και τα δόντια
θα ξέρουν σε ποιο
ρυθμό θα τρέμουν
κάτι από αποκάλυψη
κάλυψη να μην είναι
κι αυτό μοναχά
φοβάμαι
Φοβάμαι
μήπως πεθάνω στην εισπνοή
και πρέπει να γυρίσω πίσω
ξανά ο ίδιος άνθρωπος να γίνω
Μα δε μπορεί
κάτι αληθινό
θα είναι
Δεν μπορεί
αλήθεια
δεν μπορεί
θάνατος
να μην είναι.
Όσες και όσοι επιθυμείτε να διαβάσετε ποιήματα που ακούστηκαν στην πρώτη ποιητική βραδιά της ομάδας Σκάσε αηδόνι, μπορείτε να μεταβείτε εδώ και εκεί.